Επί αιώνες, Γαλλία και ΗΠΑ υπήρξαν φίλοι, σύμμαχοι και ανταγωνιστές. Κατά την πρόσφατη επίσκεψή του στην Ουάσιγκτον, ο Εμανουέλ Μακρόν επεχείρησε να χρησιμοποιήσει αυτή την ιστορία προκειμένου να ενισχύσει τις σημερινές διμερείς σχέσεις, προσφέροντας δυνητικά στη Γαλλία μεγαλύτερη επιρροή επί της απρόβλεπτης κυβέρνησης του Ντόναλντ Τραμπ. Η προσήνεια και η εγκαρδιότητα του Μακρόν, ωστόσο, δεν μπορούν να κρύψουν το γεγονός ότι οι δύο χώρες επιχειρούν σε πολύ διαφορετικές συνθήκες από ό,τι στο παρελθόν, πόσω μάλλον να διασφαλίσουν οποιαδήποτε επίφαση αξιοπιστίας από την κυβέρνηση Τραμπ.
Στη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, ο στρατηγός Ντε Γκολ ήθελε να λειτουργεί η Γαλλία ως γέφυρα ανάμεσα στη Δύση και στην Ανατολή. Σήμερα, ο Μακρόν θέλει να λειτουργεί ως γέφυρα εντός της Δύσης: ανάμεσα στις ΗΠΑ και στην Ευρώπη. Μπορεί αυτό να μοιάζει πιο εύκολο, δεδομένης της κοινής ιστορίας και των αξιών ανάμεσα στις δύο πλευρές. Και πράγματι, αυτή την ιστορία και αυτές τις αξίες προσπάθησε να επικαλεστεί ο Μακρόν, εμφανιζόμενος ως υπερασπιστής της φιλελεύθερης δημοκρατίας και του διεθνισμού, με μία ρητορική και ένα όραμα χαρακτηριζόμενα από μία αμερικανικού στυλ αισιοδοξία.
Ούτε είναι αυτή η πρώτη φορά που ένας γάλλος πρόεδρος λειτουργεί σαν αμερικανός ηγέτης. Ομως ο Νικολά Σαρκοζί –που ενέπνευσε το παρατσούκλι «Σαρκό ο Αμερικανός» –ήθελε περισσότερο να ευθυγραμμιστεί με τον Τζορτζ Μπους, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά την εξωτερική πολιτική. Ο Μακρόν, αντίθετα, ενστερνίζεται τις αξίες και υιοθετεί τη ρητορική του Μπαράκ Ομπάμα.
Κανείς από τους δύο δεν έχει πολλά κοινά με τον Τραμπ, ο οποίος, όπως λέει ο πρώην διευθυντής του FBI Τζέιμς Κόμεϊ, λειτουργεί περισσότερο σαν αφεντικό της μαφίας παρά σαν πρόεδρος των ΗΠΑ και μοιάζει να μην ενδιαφέρεται καθόλου να διατηρήσει τον παγκόσμιο ηγετικό ρόλο της χώρας του. Η πρόκληση που αντιμετωπίζει ο Μακρόν, λοιπόν, μπορεί να αποδειχθεί ακόμα πιο τρομερή από εκείνη που αντιμετώπισε ο Ντε Γκολ.
Αν η επίσκεψη του γάλλου προέδρου ήταν αγώνας ποδοσφαίρου, θα είχε περιλάβει κάποιες πολύ ωραίες εκτελέσεις –όπως η ομιλία του στο αμερικανικό Κογκρέσο –πριν λήξει με ισοπαλία. Κάτω από το επίχρισμα της αμοιβαίας στοργής που επιδείχθηκε στην Ουάσιγκτον, η επίσκεψή του σημαδεύτηκε από βαθιές διαφωνίες.
Η δήλωση του Μακρόν πως «δεν υπάρχει Πλανήτης Β» δεν προκάλεσε καμία ουσιώδη κίνηση του Τραμπ να επανενταχθεί στη συμφωνία του Παρισιού για την κλιματική αλλαγή. Και, παρά τη μνεία μιας νέας, διευρυμένης συμφωνίας με το Ιράν, ο Τραμπ συνεχίζει να ασπάζεται τις σκληροπυρηνικές θέσεις του νέου υπουργού Εξωτερικών του, Μάικ Πομπέο, και του συμβούλου εθνικής ασφάλειας Τζον Μπόλτον.
Το ερώτημα είναι κατά πόσο θα φέρει καλύτερα αποτελέσματα η εναλλακτική προσέγγιση στον Τραμπ -η πολύ λιγότερο φιλική, περισσότερο επαγγελματική προσέγγιση της Ανγκελα Μέρκελ. Είναι μάλλον απίθανο, αλλά όσον αφορά την εξασφάλιση πραγματικών παραχωρήσεων, τουλάχιστον η Μέρκελ δεν μπορεί να τα πάει πολύ χειρότερα.
O Ντομινίκ Μοϊζί, πολιτικός επιστήμονας και συγγραφέας, είναι σύμβουλος στο Ινστιτούτο Montaigne στο Παρίσι