Πριν από την ανάπτυξη του δρομικού κινήματος, τα πράγματα ήταν σχετικά απλά. Ο τύπος του ποδιού τού κάθε δρομέα αναλυόταν ανάλογα με το πάτημά του και αντιστοιχούσε σε συγκεκριμένα παπούτσια που ήταν σχεδιασμένα να καλύπτουν τις ανάγκες της κίνησής του. Αν τυχόν στην πορεία προέκυπτε κάποιος τραυματισμός, συνδεόταν άμεσα με την κατάσταση αυτή. Τα τελευταία χρόνια, ωστόσο, μια σειρά ερευνών αμφισβητεί τη σχέση ανάμεσα στον τύπο του ποδιού και στις ενοχλήσεις που εμφανίζονται κατά καιρούς.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα, μια μελέτη που δημοσίευσαν δανοί ερευνητές. Χρησιμοποιώντας 927 εθελοντές που δεν ασχολούνταν με το τρέξιμο αλλά ήταν διατεθειμένοι να το δοκιμάσουν, τους ζήτησαν να πάρουν τους δρόμους για έναν χρόνο, παρακολουθώντας τους στενά. Με αυτόν τον τρόπο, απέφυγαν τον σκόπελο της ύπαρξης προηγούμενων τραυματισμών και ενοχλήσεων που να αποδίδονται στα παπούτσια που φορούσαν. Για τις ανάγκες της παρατήρησης, τους μοίρασαν ίδιους τύπους αθλητικών υποδημάτων, για ουδέτερο πάτημα, χωρίς ειδική υποστήριξη, αλλά και ρολόγια με GPS ώστε οι προπονήσεις τους να καταγράφονται με λεπτομέρεια και ακρίβεια. Στη συνέχεια, τους χώρισαν σε πέντε διαφορετικές ομάδες ανάλογα με το πάτημά τους: υψηλό υποπρηνισμό, υποπρηνισμό, ουδέτερο πάτημα, υπερπρηνισμό, υψηλό υπερπρηνισμό. Σκοπός ήταν να συνδέσουν όλους τους τύπους με ενδεχόμενους τραυματισμούς αλλά και την ποσότητα των χιλιομέτρων που κατάφεραν να καλύψουν.
Ως προς τους τύπους των πατημάτων, οι επιστήμονες διέκριναν το βάδισμα κατά το οποίο η πατούσα κλίνει προς τα μέσα, άλλο στο οποίο η πατούσα βγαίνει προς τα έξω και τελικά όταν το πέλμα αγγίζει το έδαφος χωρίς αντίστοιχες εκτροπές. Κατά μέσο όρο, οι αρχάριοι δρομείς κατάφεραν να διανύσουν 353 χλμ. μέσα στον χρόνο, ενώ οι 252 από αυτούς αντιμετώπισαν τραυματισμούς έπειτα από κάποια προπόνησή τους. Από στατιστικής πλευράς, δεν εντοπίστηκαν συγκεκριμένες διαφορές ανάμεσα στις ομάδες όταν τις συνέκριναν με τους εθελοντές των οποίων τα πόδια δεν είχαν κάποια κλίση προς τα μέσα ή προς τα έξω. Μάλιστα, όσοι είχαν ελαφρύ υπερπρηνισμό υπέστησαν σημαντικά λιγότερους τραυματισμούς ανά 100 χλμ. αναλογικά με όσους είχαν ουδέτερο πάτημα.
Καμία ανησυχία
Ολα αυτά αποδεικνύουν πως μάλλον την επόμενη φορά που θα πάτε να αγοράσετε καινούργια αθλητικά παπούτσια δεν θα πρέπει να ανησυχείτε ιδιαίτερα για το είδος του πατήματός σας και την κλίση που έχει το πέλμα σας, λέει ο Αλεξ Χάτσινσον, δρομέας και ερευνητής στο περιοδικό «Runner’s World». Παρ’ όλα αυτά, είναι ακόμα πιθανό η κλίση προς τα μέσα ή προς τα έξω της πατούσας να συνδέεται με κάποια είδη τραυματισμών.
Οταν λοιπόν σταθείτε σ’ ένα κατάστημα αθλητικών παπουτσιών, μπροστά από τα ράφια με τα διαφορετικά μοντέλα, έχετε κατά νου δύο συμβουλές που δίνουν οι συγγραφείς της συγκεκριμένης έρευνας. Πρώτα, διαλέξτε ένα παπούτσι που να είναι βολικό στο πόδι σας. Αλλωστε, υπάρχουν ενδείξεις πως η αντίληψη της άνεσης είναι ένας σχετικά ασφαλής οδηγός στην επιλογή καινούργιων υποδημάτων. Επίσης, καλό είναι να δώσετε προσοχή και στους υπόλοιπους παράγοντες που μπορεί να οδηγήσουν σ’ έναν τραυματισμό και δεν έχουν σχέση με τα παπούτσια. Αναζητήστε τις αιτίες σε χαρακτηριστικά όπως τα λάθη που κάνετε κατά τη διάρκεια της προπόνησής σας και δεν τα αντιλαμβάνεστε. Τέλος, δεν πρέπει να ξεχνάτε και τον κανόνα που ισχύει πάντα στους τραυματισμούς και αφορά είτε την υπερβολή της χρήσης των παπουτσιών είτε γενικά την πορεία της δρομικής σας προετοιμασίας: τα πολλά χιλιόμετρα, πολύ σύντομα, πάντα βλάπτουν!