Τον Αύγουστο η Ελλάδα αναμένεται να βρεθεί για πρώτη φορά από το 2010 εκτός μνημονιακού πλαισίου. Ο Πρωθυπουργός ήδη πανηγυρίζει για τους «βαθμούς οικονομικής ελευθερίας» που θα ανακτήσει η χώρα και οι πλέον νουνεχείς των υπουργών του αναρωτιούνται έντρομοι αν αυτό υπονοεί μία επιστροφή στους «παλιούς καλούς καιρούς» των κομματικών διορισμών και των ποικιλώνυμων αυξήσεων δαπανών.
Ομως, ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα η εικόνα που προσπαθεί να δημιουργήσει η κυβέρνηση; Η Ελλάδα έχει ήδη αναλάβει σοβαρές δημοσιονομικές δεσμεύσεις, ίσες με 2% του ΑΕΠ, για τα δύο επόμενα χρόνια (περικοπή συντάξεων και αφορολογήτου). Υπάρχει σοβαρή υποψία ότι κάποια από τα 88 προαπαιτούμενα της τέταρτης αξιολόγησης δεν θα ολοκληρωθούν εγκαίρως και ίσως συνδεθούν με μέτρα ελάφρυνση του χρέους το αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα. Οπως δηλώνουν κοινοτικοί αξιωματούχοι και επιβεβαιώνουν υπουργοί, η εποπτεία της Ελλάδας τα επόμενα χρόνια, ειδικά στον τομέα των μεταρρυθμίσεων, θα είναι ιδιαίτερα αυξημένη σε σύγκριση με άλλες χώρες που βγήκαν από Μνημόνια. Ολα αυτά δικαιώνουν αυτούς που μιλούν για δέσμευση της χώρας στην εφαρμογή ενός 4ου Μνημονίου μετά τον Αύγουστο, χωρίς όμως να έχουμε τη φθηνή χρηματοδότηση των προηγούμενων Μνημονίων.
Η προσαρμογή της ελληνικής οικονομίας κατά την περίοδο των Μνημονίων ήταν εντυπωσιακή. Τα θεόρατα δίδυμα ελλείμματα (προϋπολογισμού και ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών) είχαν ήδη τιθασευτεί το 2014 και μία χρονιά νωρίτερα καταγράφηκε σημαντικό πρωτογενές πλεόνασμα. Η δημοσιονομική προσαρμογή συνεχίστηκε με υπερβάλλοντα ζήλο, με αποτέλεσμα τη δημιουργία υψηλότατων πρωτογενών πλεονασμάτων τα δύο τελευταία χρόνια. Ταυτόχρονα, υλοποιήθηκε μεγάλος αριθμός διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων. Ομως, παρ’ όλα αυτά, η ελληνική οικονομία δεν δείχνει να έχει αποκτήσει τη δυναμική που είχαν οι οικονομίες άλλων χωρών όταν έβγαιναν από τα δικά τους Μνημόνια. Τόσο πέρυσι όσο και φέτος οι εκτιμήσεις για την άνοδο του ΑΕΠ διαρκώς αναθεωρούνται προς τα κάτω και ο αναμενόμενος πακτωλός επενδύσεων δεν φαίνεται στον ορίζοντα.
Επιπρόσθετα, οι άλλες χώρες βγήκαν από Μνημόνια σε εξαιρετικά ευνοϊκή διεθνή συγκυρία. Την περίοδο 2014-2017 είχαμε ταυτόχρονα χαμηλά επιτόκια, χαμηλή ισοτιμία του ευρώ, χαμηλή τιμή πετρελαίου και ισχυρούς ρυθμούς οικονομικής μεγέθυνσης της παγκόσμιας οικονομίας. Η χώρα μας θα προσπαθήσει να επαναπροσεγγίσει τις διεθνείς αγορές κεφαλαίου ενώ πολλοί αυτούς τους παράγοντες έχουν ήδη αρχίσει να αντιστρέφονται. Οι αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων έχουν μειωθεί, όμως η μεταβλητή που έχει πραγματική οικονομική σημασία, δηλαδή το spread των ελληνικών ομολόγων από τα αντίστοιχα γερμανικά, εξακολουθεί να παραμένει σε υψηλά επίπεδα. Αν μπούμε σε κύκλο αύξησης των επιτοκίων διεθνώς, το κόστος δανεισμού της Ελλάδας μπορεί εύκολα να ανεβεί σε απαγορευτικά επίπεδα. Επιπλέον, όπως έδειξε η εμπειρία των τελευταίων μηνών, οι αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων είναι ιδιαίτερα ευμετάβλητες σε αρνητικά νέα τόσο διεθνώς όσο και στη γειτονιά μας.
Σημαντική βοήθεια θα έδινε μία αξιόπιστη δέσμευση για την ελάφρυνση του ελληνικού χρέους. Αυτό θα βοηθούσε στη μείωση της αβεβαιότητας, στην αποκλιμάκωση των επιτοκίων δανεισμού, στην προσέλκυση ξένων επενδύσεων και στην επιτάχυνση της διαδικασίας οικονομικής ανάπτυξης. Ομως και σε αυτό το μέτωπο τα νέα δεν είναι καλά. Η Γερμανία δεν φαίνεται να αποδέχεται ούτε καν τη γαλλική πρόταση για σύνδεση των αποπληρωμών του ελληνικού χρέους με τον ρυθμό οικονομικής μεγέθυνσης και επιμένει στη σύνδεση της όποιας ελάφρυνσης με υλοποίηση διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων. Εκτός από εκλογικούς υπολογισμούς, αυτή η στάση υπονοεί έλλειψη εμπιστοσύνης προς τις μεταρρυθμιστικές προθέσεις της ελληνικής πλευράς. Πιθανότατα, τα πράγματα να ήταν πολύ διαφορετικά αν είχαμε εμείς την ιδιοκτησία ενός ρωμαλέου μεταρρυθμιστικού προγράμματος.
Ο Πάνος Τσακλόγλου είναι καθηγητής, Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών