«Κλαίω γιατί δεν σ’ αγαπώ πια», είπε η Ζαν Μορό στον Μαρτσέλο Μαστρογιάνι. Η φράση αιφνιδιάζει. Στη διάρκεια της επώδυνης και νωχελικής «Νύχτας» (της σημαντικής ταινίας του Αντονιόνι, 1961), αποκαλύφθηκε η διάβρωση, το τέλος της σχέσης τους, δεν περιμένει όμως ο θεατής αυτό το τέλος να το επικυρώσει η γυναίκα. Ο σύζυγός της (ο Μαστρογιάνι) περιπλανιόταν, φλέρταρε, δεν αναγνώρισε καν το παλαιό ερωτικό της γράμμα που του ξαναδιάβασε αυτή τη δύσκολη νύχτα. Χαμένα πλέον τα ερωτικά ίχνη. Ο Μαστρογιάνι αναχωρεί, η Μορό όμως το λέει, το αποδεικνύει, το πράττει.
Η Λετισιά Ντος, στο εξαιρετικό «Νέα γυναίκα» της Λεονόρ Σεράιγ, διωγμένη από τον διάσημο φωτογράφο – εραστή της, περιπλανιέται εκμηδενισμένη στο Παρίσι. Η εκδίωξη από το αυτάρεσκο κάθαρμα συμπληρώνεται από την κατάκλειστη ψυχική πόρτα της προβληματικής μάνας της. Το σκληροτράχηλο και ανθεκτικό κορίτσι δύσκολα και πεισματικά ξαναπιάνει έναν ιστό: δουλειά στο πολυκατάστημα, μπέιμπι-σίτερ στην κόρη μιας ανταγωνιστικής, απούσας και αδιάφορης μητέρας, ερωτική ζεύξη με τον κεντροαφρικανό σεκιουριτά. Ανεπένδυτες επιλογές που όμως αποκαλύπτουν ένα ερημικό πείσμα.
Τα δύο φιλμ, του Αντονιόνι και της Σεράιγ, έχουν δημιουργηθεί με διαφορά σχεδόν εξήντα χρόνων. Και στις δυο ηρωίδες, η βούληση, ο εύθραυστος έλεγχος της μοίρας στοιχειοθετούν μια μεγάλη χαρακτηρολογική προίκα που βρίσκει απόλυτη υποκριτική στήριξη από τη Μορό και την Ντος, παρ’ όλη την ιστορική διαφορά τους. Ο Αντονιόνι ωριμάζοντας το αστικό δράμα συνέλαβε το διάδοχο εκφραστικό και θεωρησιακό σχήμα του ιταλικού νεορεαλισμού. Η Σεράιγ πιάνει μια «μετά Γαλλία», μια χώρα προωθημένου καπιταλισμού, εσωτερικά γερασμένη, με καμένη την ευρωπαϊκή, πολιτισμική της φιλαρέσκεια. Ερωτήματα, αγωνίες, καθηλώσεις, ορμές στην «έρημο του πραγματικού».
Αυτή η γήρανση και συγχρόνως η διέγερση που εισηγούνται οι ταινίες, το αντιφατικό πέρασμα σε μια μορφή κομματιασμένης και αδιάπτωτης πορείας όπου το μόνο ακμαίο είναι ένα ερμητικό, αντισχεσιακό, αντιουμανιστικό οικονομικό σύστημα, ουσιαστικά αποτελούν τον θρίαμβο της ρωγμής, τον θρίαμβο του ατυχήματος, τον θρίαμβο ενός «αντισυστημισμού». Τα φιλμικά γεγονότα συμβαίνουν έξω από τις γενικές παραδοχές, έξω απ’ τα ηθικοκανονιστικά πλαίσια. Σαν να εκτυλίσσεται στις ταινίες μια έρευνα στην αμφιβολία, στην παρεκτόπιση, στην ανίχνευση έξω από τον δρόμο. Οι γυναίκες – ηρωίδες στις δύο ταινίες ουσιαστικά είναι πυκνότατες πολιτικές κατασκευές ως προς τις σημάνσεις τους, ορίζουν αποκλίνοντα πρωτόκολλα και κριτικές αναγνώσεις. «Ανακοινώνουν» όμως και τη μετάβαση από την περιοχή μιας καθολικής «ερωτοφανούς» ομορφιάς στην περιοχή της βαθιάς και τολμηρής ευφυΐας. Στις ηρωίδες, το ερωτικά πειστικό δεν είναι η εκβιασμένη και εκβιαστική «ομορφιά» (αυτή που τρέχει στα τρελά και μεταμφιεσμένα τηλεοπτικά και διαδικτυακά ποσταρίσματα), αλλά ο λόγος, ο συλλογισμός, η σύσπαση του νοήματος στην άκρη της γλώσσας, στο βλέμμα, στην αποφασιστική απόκριση. Αυτοί οι χαρακτήρες, τα αντιμοντέλα, συστήνουν μια σημαντική και μειοψηφική αλλά εξαιρετικά ανθεκτική εξέγερση. Τη συνάντηση με ένα αντι-κριτήριο, όπου ποθητή είναι η γυναίκα που σιγά σιγά υφαίνει την ελευθερία της. Η γυναίκα μέσα στο χρόνο της, που επιτρέπει να αφομοιώσεις τον δικό σου χρόνο.
Ο Δημήτρης Σεβαστάκης είναι βουλευτής ΣΥΡΙΖΑ Νομού Σάμου και πρόεδρος της Διαρκούς Επιτροπής Μορφωτικών Υποθέσεων της Βουλής