Οι εκλογές, κατά το Σύνταγμα, γίνονται κάθε τέσσερα χρόνια. Εκτός εάν πέσει η κυβέρνηση και από τη Βουλή δεν μπορεί να προκύψει νέα. Ή εκτός εάν συντρέχει σπουδαίος, έκτακτος, εθνικής σημασίας λόγος.
Αυτά, στα χαρτιά. Στην πράξη, από τις 17 εκλογικές αναμετρήσεις που έγιναν από τη Μεταπολίτευση ώς σήμερα μόνον οι 3 έγιναν στην ώρα τους, στο τέλος της τετραετίας. Αυτό έχει καταγραφεί ως ένα από τα συμπτώματα της πολιτικής μας παθολογίας. Μια από τις αιτίες όχι μόνον της έκπτωσης της εμπιστοσύνης των πολιτών στους δημοκρατικούς θεσμούς αλλά και των δημοσιονομικών μας παθών. Εχει προταθεί, μάλιστα, να τεθούν υψηλότερα συνταγματικά εμπόδια, που να περιορίζουν την καταχρηστική προσφυγή σε πρόωρες κάλπες. Υπέρ της πρότασης υπάρχουν, προφανώς, σοβαρά επιχειρήματα. Αλλά, αρκεί να ανατρέξει κανείς στην πρόσφατη πολιτική μας εμπειρία για να βρει επιχειρήματα και υπέρ του αντιθέτου. Μερικές φορές, κατ’ εξαίρεση, οι πρόωρες εκλογές είναι αναγκαίες και πολιτικά, δημοκρατικά λυσιτελείς.
Ενα παράδειγμα είναι το 2010. Είχε προταθεί στον Γιώργο Παπανδρέου, μετά την υπογραφή του Μνημονίου, να ζητήσει νέες εκλογές, ταυτόχρονα με τις δημοτικές εκείνου του Οκτωβρίου. Δεν το έκανε. Κι έκανε λάθος. Το απέδειξε η μετέπειτα εμπειρία της Ιρλανδίας και της Πορτογαλίας, που έμαθαν από το δικό μας πάθημα. Εκεί, την υπογραφή του Μνημονίου τους ακολούθησαν αμέσως εκλογές. Και αυτό βοήθησε ώστε να εξασφαλιστεί μια ελάχιστη, ευρύτερη πολιτική συναίνεση. Εδωσε, προπάντων, μια έγκαιρη δημοκρατική νομιμοποίηση στο πρόγραμμα των βαριών υποχρεώσεων που είχε συμφωνηθεί. Ηταν ένας από τους λόγους, για τους οποίους αυτές οι δύο χώρες, ενώ υπέγραψαν το ίδιο Μνημόνιο όπως και η Ελλάδα και υπέστησαν ανάλογες υφεσιακές επιπτώσεις, κατάφεραν να ολοκληρώσουν την περιπέτεια σε πολύ συντομότερο χρόνο και με ασύγκριτα μικρότερο οικονομικό και κοινωνικό κόστος.
Ενα δεύτερο παράδειγμα είναι το 2015. Ο Τσίπρας, αφού χόρεψε στο χείλος της αβύσσου επί επτά μήνες, είχε κάνει την «κωλοτούμπα» του και, με τη βοήθεια της αντιπολίτευσης, είχε εξασφαλίσει στη Βουλή την αναγκαία πλειοψηφία ώστε να συνεχίσει η Ελλάδα να ζει στον 21ο αιώνα –με τίμημα ένα τρίτο, το βαρύτερο όλων, Μνημόνιο. Το οποίο θα ήταν αχρείαστο αν δεν είχαν προηγηθεί οι μήνες της διαβόητης «αυταπάτης». Εκανε, αμέσως, πρόωρες εκλογές. Κατηγορήθηκε γι’ αυτό από τα κόμματα της αντιπολίτευσης που αισθάνθηκαν ότι τα παγίδευσε και τα εξαπάτησε. Είχαν δίκιο ως προς την εξαπάτηση. Αλλά εκείνος είχε δίκιο για τις πρόωρες εκλογές. Δι’ αυτών, νομιμοποίησε την «κωλοτούμπα» του, αποστόμωσε τις αντιδράσεις και εξασφάλισε μια συναινούσα, στα θεμελιώδη, αντιπολίτευση. Πικρή διαπίστωση, αλλά αν ο Τσίπρας δεν είχε κάνει εκλογές τον Σεπτέμβριο του ’15, το τρίτο Μνημόνιο δεν θα τελείωνε ποτέ.
Και τώρα, λίγο πριν το Μνημόνιο φθάσει στην καταληκτική του ημερομηνία και οι δανειστές μας ευχηθούν καλό ταξίδι στον σκληρό κόσμο των αγορών, η συζήτηση ανοίγει ξανά. Πότε θα γίνουν οι εκλογές; Πότε τις σχεδιάζει ο Τσίπρας; Τον Οκτώβριο του ’19, όπως λέει; Το φθινόπωρο του 2018, όπως οι περισσότεροι υπολογίζουν; Ή τον Μάιο του ’19, μαζί με τις ευρωεκλογές;
Ως πνευματική άσκηση έχει κάποιο ενδιαφέρον να προσπαθείς να μαντέψεις την απόφαση κάποιου, όταν ακόμη και ο ίδιος την αγνοεί. Αλλά το μόνο ερώτημα που έχει πραγματική σημασία σήμερα είναι όχι το πότε θα κάνει ο Τσίπρας εκλογές, αλλά το πότε θα έπρεπε, για το συμφέρον της χώρας, οι εκλογές να γίνουν. Και σε αυτό το ερώτημα, η απάντηση, νομίζω, είναι απλή: το νωρίτερο δυνατό!
Τα δεδομένα του προβλήματος είναι, κι αυτά, απλά: Το δανειακό πρόγραμμα τελειώνει τον Αύγουστο. Τελειώνει, ακόμη κι αν εμείς παραλογιζόμασταν και ζητούσαμε να συνεχιστεί. Η χρηματοδότηση τελειώνει και η επόμενη ημέρα θα είναι δύσκολη. Ολες οι προβλέψεις προεξοφλούν μια αναιμική ανάπτυξη για τα επόμενα χρόνια, σε αντίθεση με ό,τι συνέβη στις άλλες μνημονιακές χώρες μετά το τέλος του Μνημονίου τους. Ολα δείχνουν, επίσης, ότι ένας φαύλος κύκλος οικονομικής και πολιτικής αβεβαιότητας κρατά σε χαμηλές θερμοκρασίες το διεθνές επενδυτικό ενδιαφέρον. Και όλες οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι η εμπιστοσύνη και η αισιοδοξία στο εσωτερικό παραμένουν ασθενικές. Κινδυνεύουμε να βγούμε από οκτώ χρόνια υφεσιακής καχεξίας για να μπούμε σε μια περίοδο καχεκτικής μισο-ανάπτυξης, μέχρι μια καινούργια κρίση να χτυπήσει την πόρτα μας.
Σε αυτό το περιβάλλον, είναι προφανές: Χρειαζόμαστε μια δυναμική καινούργια αρχή. Χρειαζόμαστε εμπιστοσύνη, με έναν καθαρό πολιτικό ορίζοντα, τον οποίο σήμερα θολώνει η προοπτική αλλεπάλληλων εκλογικών αναμετρήσεων σε άγνωστο χρόνο και με τον επιπλέον επιβαρυντικό παράγοντα της απλής αναλογικής. Μα χρειαζόμαστε, προπάντων, ένα καινούργιο πολιτικό περιβάλλον, λιγότερο τοξικό, λιγότερο πολωμένο, λιγότερο απαγορευτικό σε συναινέσεις. Ονειρευόμαστε μια κάποια «κανονικότητα». Αλλά πόσο «κανονική» μπορεί να γίνει μια χώρα σε παρατεταμένη προεκλογική περίοδο, με τον τόνο να δίνουν οι καθημερινές ανακοινώσεις του Μεγάρου Μαξίμου σε ύφος παλαιάς «Αυριανής», πολακικά αναπαλαιωμένης; Και πώς μπορούμε να βγούμε από αυτό το ασφυκτικά τοξικό περιβάλλον με άλλον τρόπο, εκτός των εκλογών;