Θα μπορούσε να αποτελεί την κεντρική ιδέα για ένα ανατολίτικο παραμύθι, στο ίδιο περίπου κλίμα με τον «Κεμάλ» που έμμετρα έγραψε ο Νίκος Γκάτσος.
Απαλλαγμένος από το σαρκίο του, νεκρός, ο εκδότης Γιώργος Κουρής βρίσκεται σε μιαν απέραντη έρημη έκταση. Δεν έχει ιδέα κατά πού πέφτει ο Παράδεισος, πού παραμονεύει η Κόλαση. Αρχίζει λοιπόν να περιπλανιέται αναζητώντας κάτι –ένα σημείο προσανατολισμού. Στον δρόμο του συναντάει όλους εκείνους που εν ζωή τούς επιτέθηκε βάναυσα, τους πολέμησε σκαιά. Ακούει τον Μάνο Χατζιδάκι να παίζει πιάνο –μαγεύεται από τις μελωδίες του. Βλέπει τον Γιάννη Τσαρούχη να ζωγραφίζει –τα χρώματα, τα σχέδια τον καταπλήσσουν. Συνομιλεί με τον Αλέξανδρο Ιόλα –καταλαβαίνει αίφνης πόσο θαυμάσιο πράγμα είναι να ανακαλύπτεις και να αναδεικνύεις νέα ταλέντα. «Πόσα στερήθηκα κάτω στη γη!» αναφωνεί συγκλονισμένος. Η συντριβή –για να εγκολπωθούμε το χριστιανικό πνεύμα –γεννά συγχώρεση. Το δηλητήριο εξατμίζεται και ο Γιώργος Κουρής εν μέσω των παλιών εχθρών του χτυπά την πόρτα της Εδέμ.
Στη βάση του παραπάνω μύθου βρίσκεται το σωκρατικό «ουδείς εκών κακός». Η αντίληψη πως η διανοητική τυφλότητα μας οδηγεί στον ηθικό ξεπεσμό. Οτι εάν βρεθεί κάτι ή κάποιος να μας πλύνει τα μάτια, να μας λυτρώσει από την άγνοιά μας, το ωραίο και το καλό δεν γίνεται παρά να μας κατακλύσουν. Και να μας κατακτήσουν.
Δεν ξέρω εάν ισχύει κάτι τέτοιο –οι περιπτώσεις των ναζιστών που μελετούσαν φιλοσοφία και άκουγαν με κατάνυξη όπερες, ενώ παράλληλα έστελναν ανθρώπους στα κρεματόρια, το διαψεύδουν.
Ξέρω όμως ότι κατά τις τελευταίες δεκαετίες στην Ελλάδα δεκάδες διαμορφωτές της κοινής γνώμης –πολιτικοί, μεγαλοδημοσιογράφοι, τηλεοπτικοί και ραδιοφωνικοί αστέρες, από τους πιο πετυχημένους –διατυμπανίζουν πόσο αμόλυντοι είναι από τα προϊόντα του πνεύματος.
Ο ίδιος ο Γιώργος Κουρής το είχε δηλώσει απερίφραστα: «Τι να τα κάνω τα βιβλία; Διαβάζω κάθε μέρα τα γράμματα που στέλνουν στην “Αυριανή” οι αναγνώστες της!».
Σε άλλους προκύπτει από τα συμφραζόμενα. Η μουσική, κατά τη γνώμη τους, ξεκινά και τελειώνει στις μεγάλες πίστες και στα πιο πρόσφατα σουξέ –ακόμα και το ρεμπέτικο, ακόμα και το λαϊκό του ’60 και του ’70 ηχούν στα αφτιά τους ξεπερασμένα. Το θέατρο απευθύνεται σε γυναικούλες, η λογοτεχνία σε βιβλιοπόντικες, ο κινηματογράφος σε όσους πάσχουν από αϋπνία.
Ως άλλοθι για την ασχετοσύνη τους επικαλούνται ενίοτε τον φόρτο εργασίας –«πνίγομαι!», «από εμένα κρέμονται διακόσιοι εργαζόμενοι!», «ένα ολόκληρο υπουργείο!» -, φόρτος εντούτοις ο οποίος δεν τους εμποδίζει να είναι άψογα ενημερωμένοι για το κάθε παρακαλλιτεχνικό κουτσομπολιό, να συχνάζουν σε κοσμικές πρεμιέρες και να κορδώνονται για να φωτογραφιστούν. (Ενας πολιτευτής της Βόρειας Ελλάδας το είχε τελειοποιήσει –εμφανιζόταν στα θέατρα μετά τη λήξη της παράστασης και πόζαρε πλάι στους πρωταγωνιστές).
Ή παριστάνουν τα λαϊκά παιδιά, τα οποία δεν καταλαβαίνουν δήθεν από «περικοκλάδες», τα θέλουν όλα χύμα και τσεκουράτα… Τίποτα πιο ψευδές. Αυτοί που αποκαλούν «λαό» –οι σκληρά εργαζόμενοι άνθρωποι –είχαν ανέκαθεν βιωματική σχέση με την τέχνη. Σέβονταν τους θεράποντές της, υποκλίνονταν στους πανηγυριώτες μουσικούς, στους αυτοδίδακτους ζωγράφους και αγιογράφους, στους καλλικέλαδους ψάλτες, συνωστίζονταν στα καφενεία των χωριών για να δουν θέατρο, έστω κι από μπουλούκια. Η αδιαφορία, η περιφρόνηση απέναντι στα έργα «μη παραδεδεγμένης χρησιμότητας» –όπως τα αποκαλεί αυτοσαρκαζόμενος ο Παπαδιαμάντης -, αποτελεί χαρακτηριστικό μιας λούμπεν άρχουσας τάξης που δεν τη νοιάζει παρά τι θα φάει, τι θα πιει και με ποιον τρόπο θα φουσκώσει τους τραπεζικούς λογαριασμούς της.
Πώς γίνεται να ζει κανείς έτσι; Να επιδιώκει την Κτηνώδη Δύναμη, να καμαρώνει για την Ογκώδη του Αγνοια –να είναι ΚΔΟΑ, όπως το έλεγαν παλιά; Υπάρχουν, θα μου πείτε, και οι πιο γήινες απολαύσεις. Οι ηδονές της σάρκας. Κι εκείνες όμως, εάν δεν απογειώνονται από το αίσθημα και την αισθητική, καταντούν μηχανικές παλινδρομήσεις. Και καταλήγουν σε θλιβερές απομιμήσεις οργασμών…
Πεθαίνοντας ο ΚΔΟΑ βρίσκεται με τις τσέπες ξέχειλες ενώπιον του ψυχοπομπού Ερμή. «Αδειασέ τες!» τον διατάζει ο θεός. «Βαραίνουν τη βάρκα μου. Ασε που ο πλούτος σου δεν έχει εδώ καμιά απολύτως αξία…». Ο ΚΔΟΑ, θέλοντας και μη, υπακούει. Και νιώθει αυτός που ήταν πάντοτε. Αξιοθρήνητα φτωχός.