Στις 20 Απριλίου 2018 συμπληρώθηκαν κιόλας τρία χρόνια από την έναρξη της δίκης της Χρυσής Αυγής (ξεκίνησε ανήμερα της 126ης μαύρης επετείου από τη γέννηση του Αδόλφου Χίτλερ) και θα έλεγε κανείς ότι διεξάγεται σε κάποια άλλη χώρα εάν όχι σε κάποιον άλλον πλανήτη. Η συντριπτική πλειονότητα των κατηγορουμένων, όχι μόνο δεν κάθεται στο εδώλιο –«όχι ρε φίλε, δεν πάμε εδώλιο, πάμε πλατεία» –αλλά σηκώνει και το δάχτυλό της στο «διεφθαρμένο πολιτικό σύστημα» όποτε δεν διαγκωνίζεται για να φωτογραφιστεί μαζί του, είτε σε ένα ακριτικό νησί παρέα με τον Πάνο τον Τουρκοφάγο είτε κατά την παραλαβή του Αγίου Φωτός στο αεροδρόμιο. Ελάχιστες ιστοσελίδες κι εφημερίδες –με πιο γνωστές την Golden Dawn Trial και την «Εφημερίδα των Συντακτών» –καλύπτουν τη δίκη σε καθημερινή βάση. Γιατί; Οι παλιές καραβάνες του Τύπου έλεγαν: «Το Κυπριακό δεν πουλάει». Μάλλον κάτι ανάλογο θα ισχυριστούν και σήμερα για τη δίκη της ναζιστικής οργάνωσης και, κακά τα ψέματα, θα έχουν δίκιο. Εάν υπήρχε πραγματικό ενδιαφέρον από την κοινή γνώμη, θα διαβάζαμε παντού «σεντόνια». Πού οφείλεται άραγε αυτή η ιδιότυπη ακηδία του κόσμου; Συνήθως η ακηδία –η αδιαφορία, η αμεριμνησία –συνοδεύει ένα βαρύ πένθος, είναι το προστατευτικό ανάχωμα που υψώνουμε οι περισσότεροι μπροστά σε ένα τσουνάμι οδύνης. Δεν μοιάζει να ισχύει στη συγκεκριμένη περίπτωση. Εδώ η ακηδία δείχνει να συγγενεύει με τον σταρχιδισμό που μας διακρίνει διαχρονικά ως έθνος και μας απασχολεί μονάχα όταν έρχεται η ώρα να πληρώσουμε τη λυπητερή.
Από την άλλη μεριά, η ακηδία της κοινής γνώμης διευκολύνει τα μέγιστα την υπεράσπιση των ναζιστών στη δικαστική αίθουσα. Μπορεί κατά καιρούς να παρουσιάζονται αδιάσειστα τεκμήρια, τόσο για την ιδεολογική ταυτότητα της Χρυσής Αυγής όσο και για την εγκληματική της δράση, αλλά όσο η κοινή γνώμη παριστάνει τα τρία πιθηκάκια –«δεν βλέπω, δεν ακούω, δεν μιλάω» -, η υπεράσπιση μπορεί να διολισθαίνει τη διένεξη σε μια κωμικοτραγική παράσταση του είδους «είναι ο λόγος σου απέναντι στο λόγο μου», μια παντομίμα μπροστά σε κοινό τυφλών κωφαλάλων. Αυτή η υπερασπιστική τακτική, παρότι εξωφρενική, φαινόταν μέχρι πρότινος να αποδίδει, να ενσπείρει αμφιβολίες, όσον αφορά τουλάχιστον τα γραπτά ή τα ηχητικά ντοκουμέντα, ακόμη και το φωτογραφικό υλικό, που θα μπορούσαν (θεωρητικά πάντοτε) κάποιοι δόλιοι συκοφάντες της Χρυσής Αυγής να τα πλαστογράφησαν και να τα παραποίησαν. Το πράγμα στράβωσε όταν άρχισαν να προβάλλονται στο δικαστήριο ντοκουμέντα όπου οι κατηγορούμενοι καταθέτουν τις απόψεις τους, με σύγχρονο ήχο και εικόνα, on camera. Κυρίως; Ντοκουμέντα που οι ίδιοι οι χρυσαυγίτες προόριζαν για εσωτερική κατανάλωση. Ντοκουμέντα που δεν σκόπευαν να τα δώσουν στη δημοσιότητα, τουλάχιστον όχι πριν πάρουν την εξουσία και στείλουν όλους εμάς για παραθερισμό. Ντοκουμέντα που δεν θα βλέπαμε ποτέ εάν δεν είχαν κατασχεθεί κατά τη σύλληψη των ηγετικών στελεχών τους τον Σεπτέμβριο του 2013 αμέσως μετά τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα. Αυτήν την καυτή πατάτα πώς να την χαλκεύσεις;
Ο σκληρός δίσκος στον υπολογιστή του Νίκου Μιχαλολιάκου είναι πράγματι συγκλονιστικός –με την προϋπόθεση βεβαίως ότι σε συγκλονίζει και κάτι άλλο πλην του «Power of love». Σε βγάζει και από τον γελοίο κόπο να ψάχνεις να βρεις πλάνα στη χάση και στη φέξη όπου οι χρυσαυγίτες χαιρετιούνται ναζιστικά. Εδώ ο ναζιστικός χαιρετισμός δίνει και παίρνει με τη συχνότητα που εμείς σηκώνουμε το χέρι μας για να μας πάρει πρέφα ο ταξιτζής. Ούτε ακούγονται ιδεολογικά μισόλογα για μυξοπαρθένες. Εδώ ιδεολογία είναι ο εθνικοσοσιαλισμός. Ο ναζισμός. Νέτα σκέτα. «Είμαστε η σπορά των ηττημένων του 1945», δηλώνει on camera ο Μιχαλολιάκος. «Αυτοί είμαστε. Οι εθνικιστές, οι εθνικοσοσιαλιστές, οι φασίστες». Ως εκ τούτου, για τα πάντα μπορείς να μεμφθείς τους χρυσαυγίτες, εκτός από πρωτοτυπία. «Εχουμε αναγνωρίσει τον αληθινό εχθρό της φυλής», μηρυκάζει ο Γιώργος Γερμενής (Καιάδας), «που δεν είναι άλλος από τον Αιώνιο Εβραίο». Συμφωνεί κι επαυξάνει ο Γιώργος Μάστορας, βασικός καθοδηγητής και θεωρητικός της οργάνωσης, υποδεικνύοντας τον μονόδρομο για κάθε χρυσαυγίτη που επιθυμεί να πετύχει την εσωτερική του ολοκλήρωση: «Να σκοτώσουμε τον Εβραίο που τυχόν κουβαλάμε μέσα μας… Ο μεγάλος Γιόζεφ Γκέμπελς έλεγε πολύ εύστοχα πως, στους σκληρούς καιρούς που θα έρθουν, τα παραδείγματα θα είναι πιο σημαντικά από τους ανθρώπους». Με τον Γκέμπελς δείχνει να έχει καψούρα και ο ίδιος ο Μιχαλολιάκος, όχι μονάχα διότι συχνά πυκνά επαναλαμβάνει το δικό του αγαπημένο σύνθημα –«θα ακονίσουμε τις ξιφολόγχες στα πεζοδρόμια» –αλλά επειδή ενστερνίζεται και τη δική του περιφρόνηση για τα κορόιδα τους κοινοβουλευτικούς που εν τη μεγίστη αφελεία τους επιτρέπουν στους λύκους να κατασπαράξουν τα πρόβατα: «Εμείς στη Βουλή θα μπούμε είτε με εκλογές είτε χωρίς εκλογές». Και για όσους δεν έπιασαν το υπονοούμενο, διευκρινίζει δοθείσης ευκαιρίας: «Στρατηγικός μας στόχος είναι να κατακτήσουμε την εξουσία για να καταργήσουμε τη δημοκρατία, δεν το κρύβω». Αστειεύεσαι Νικόλα; Γιατί να το κρύψεις άλλωστε;
Οσο και αν ακούγεται απίστευτο, τα πραγματικά ανατριχιαστικά αποσπάσματα από τον σκληρό δίσκο του φύρερ-μπρελόκ δεν τα εντοπίζεις στις στημένες ομιλίες την ηγετικών στελεχών, όπου συνήθως αναμασούν ναζιστικές πομφόλυγες χωρίς ιδιαίτερη σπιρτάδα, αλλά στις στιγμές που χαλαρώνουν. Μα χαλαρώνουν ποτέ αυτοί οι τύποι; Αμέ, όπως όλος ο κόσμος. Χαλαρώνουν με ευτράπελα. «Οι άλλοι στη Θεσσαλονίκη», αφηγείται ο Μιχαλολιάκος μπροστά σε ένα ακροατήριο «συναγωνιστών» που χαχανίζει αδιάκοπα, «πήρανε το τρενάκι και πήγανε ταξιδάκι. Ενα ωραίο μαγευτικό ταξίδι σ’ ένα πανέμορφο τοπίο για χειμερινές διακοπές. Με ψηλές καμινάδες –ήταν ωραίο ταξίδι, ναι. Οπως είχε γράψει ένας φίλος μου σ’ ένα κείμενο: “Στο βάθος του στρατοπέδου υπήρχαν τα κτήρια με τις ψηλές καμινάδες, όπου απολάμβαναν τις μεταφυσικές τους εμπειρίες”…».
Μάλιστα. Το Αουσβιτς ως μιούζικαλ. Μην μου πείτε ότι ο Μιχαλολιάκος δεν έχει καλλιτεχνική φλέβα, εφάμιλλη τουλάχιστον με τη φλέβα του Αδόλφου, όταν ζωγράφιζε ειδυλλιακά τοπία για μικροαστικά σαλονάκια. Δεν ξέρω, ειλικρινά. Ούτε πότε θα τελειώσει η δίκη της Χρυσής Αυγής (εικάζω ότι δεν θα αργήσει, έχει περάσει στην τελική φάση) ούτε πώς θα τελειώσει. Θα πέσουν βαριές καμπάνες και θα τεθεί εκτός νόμου αυτό το ναζιστικό εξάμβλωμα ή θα πάμε όλοι να τα σπάσουμε στα μπουζούκια για να γιορτάσουμε το τέλος των γυρισμάτων της πιο χοντροκομμένης μεταπολιτευτικής μπαλαφάρας; Ανεξαρτήτως της έκβασης πάντως, με το θάρρος μιας παλιάς μας γνωριμίας, προτείνω στον αξιότιμο Γιώργο Μπαμπινιώτη, σε κάποια μελλοντική επανέκδοση του λεξικού του, να ενσωματώσει την αφήγηση του Μιχαλολιάκου κάτω από το λήμμα «κτηνωδία».