Τη δεκαετία του ’80 ο Τζόζεφ Νίιε εισήγαγε τον όρο «soft power» ή, αλλιώς, πώς μια χώρα, αντί να επιβληθεί σε κάποια άλλη, ασκεί επιρροή και οικοδομεί στενές σχέσεις μεταξύ των πολιτών χωρίς την παραμικρή υποψία βίας. Σε τέτοιες περιπτώσεις, κυρίαρχο ρόλο δεν έχει η υψηλή πολιτική αλλά η καθημερινότητα, η ανάγκη να βρεθεί ο συνδετικός κρίκος ο οποίος θα δημιουργήσει δεσμούς που κάποια στιγμή θα φανούν χρήσιμοι. Με αυτόν τον τρόπο, η Τουρκία για σχεδόν μια δεκαετία επένδυσε στρατηγικά στη σχέση της με τα Βαλκάνια και τώρα ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν εμφανίζεται διατεθειμένος να εξαργυρώσει τους καρπούς της προσπάθειάς του ανακοινώνοντας προεκλογική συγκέντρωση στο Σαράγεβο.
Καρότο αλλά και μαστίγιο: το περασμένο καλοκαίρι, από το βήμα της Βουλής, ο Ερντογάν ανέφερε πως όσοι απειλήσουν την Τουρκία «θα το πληρώσουν ακριβά» –μια από τις πολλές υψηλού τόνου δηλώσεις του τούρκου προέδρου, η οποία, ωστόσο, συνοδεύτηκε από μια ακόμα: την διαπίστωση πως η Τουρκία δεν είναι ένα απλό κράτος, αλλά ένα έθνος που έχει παντού κλαδιά. «Είστε σίγουροι πως ξέρετε με ποιον τα βάζετε;», ανέφερε, σε ένα μήνυμα με αποδέκτες στους ευρωπαίους συνομιλητές του. Στο μυαλό του Ερντογάν ήταν προφανώς οι Τούρκοι που διαμένουν στη Γερμανία, στην Αυστρία και σε άλλες δυτικοευρωπαϊκές χώρες, οι οποίοι κατά κύριο λόγο είναι ψηφοφόροι του AKP και δεν έχουν ενσωματωθεί πλήρως στις δυτικές κοινωνίες. Η δράση του, ωστόσο, για να φτάσει εκεί, πρέπει πρώτα να περάσει από τη σταθερή σχέση της Τουρκίας με τα μουσουλμανικά Βαλκάνια.
Η παρουσία της Τουρκίας στη Βοσνία τα χρόνια της σοσιαλιστικής Γιουγκοσλαβίας ήταν σχεδόν ανύπαρκτη, καθώς το σύστημα δεν επέτρεπε την ανάπτυξη δεσμών μέσω της θρησκείας ή της κοινής ιστορικής διαδρομής. Αυτό άλλαξε μετά την πτώση του καθεστώτος, όταν η ανθρωπιστική βοήθεια από πλευράς Τουρκίας βρήκε πρόθυμους αποδέκτες στους εξοντωμένους από τον εμφύλιο Βόσνιους. Από τότε, η Τουρκία στάθηκε αρωγός στις προσπάθειες του νεοσύστατου κράτους, βοηθώντας στην αναστήλωση των πόλεων αλλά και των θρησκευτικών μνημείων που καταστράφηκαν. Οι σχέσεις των δύο κρατών έσφιξαν ακόμα περισσότερο με τη δημιουργία δύο πανεπιστημίων με τουρκική χρηματοδότηση –σύμφωνα με τον «Γκάρντιαν», ένα εξ αυτών, το Διεθνές Πανεπιστήμιο του Σαράγεβο, το 2013 φιλοξενούσε σχεδόν κατ’ αποκλειστικότητα φοιτητές από την Τουρκία που είχαν μεταβεί στη Βοσνία για σπουδές, ενισχύοντας, μεταξύ άλλων, και την οικονομία της χώρας. Η διείσδυση στην καθημερινότητα έφτασε ακόμα και στην κατανάλωση τουρκικής κουλτούρας: ο «Σουλεϊμάν ο Μεγαλοπρεπής» βρήκε φανατικό κοινό στην Βοσνία και σε άλλα μουσουλμανικά κράτη των Βαλκανίων –αλλά και στην Ελλάδα.
ΤΟ ΠΕΙΡΑΜΑ. Η Βοσνία αποτέλεσε το πείραμα, όμως ο Ερντογάν δεν σταμάτησε εκεί -τόσο το Κόσοβο όσο και η Αλβανία και η ΠΓΔΜ αποτελούν μέρος του «project Βαλκάνια», με τον τούρκο πρόεδρο να κάνει πολλές φορές λόγο για τις βαθιές ρίζες που υπάρχουν ανάμεσα στον αλβανικό και τον τουρκικό λαό, αλλά και στηρίζοντας φωναχτά τα Σκόπια στην πορεία της διαπραγμάτευσης για το ονοματολογικό και την ένταξή τους στο ΝΑΤΟ. Παράλληλα με το εθνικό αφήγημα, ήρθε και η πρακτική βοήθεια: η Υπηρεσία Συνεργασίας και Συντονισμού (ΤΙΚΑ), υπεύθυνη για την παροχή οικονομικής βοήθειας προς τις κοινότητες του εξωτερικού από το 1992, ενισχύθηκε το 2010 από έναν ακόμα δημόσιο οργανισμό (ΥΤΒ) για τη βοήθεια των απόδημων Τούρκων, ο οποίος υπάγεται απευθείας στο πρωθυπουργικό γραφείο, αλλά και από την προεδρία Θρησκευτικών Υποθέσεων, η οποία παρέχει θρησκευτικές και εκπαιδευτικές υπηρεσίες. Οι επενδύσεις, δεν σταμάτησαν στις μουσουλμανικές χώρες. Περί το 2012, η οικονομική επιρροή της Τουρκίας επεκτάθηκε τόσο στη Σερβία όσο και στην Κροατία, με τον Ερντογάν να προσπαθεί να οικοδομήσει σχέσεις ακόμα και με χώρες με τις οποίες ήταν ιστορικά αντίπαλος, κάποιες φορές με επιτυχία, κάποιες άλλες όχι. Τις μεγαλύτερες θεσμικές αντιδράσεις βρήκε στη γειτονική Βουλγαρία –εκεί, η ιστορική μνήμη λειτούργησε εναντίον του.
Θεωρητικά, βεβαίως, το σχέδιό του θα μπορούσε να χαρακτηριστεί επιτυχές. Η ρήξη του, όμως, με τον Γκιουλέν το 2013 δημιούργησε νέα δεδομένα στα Βαλκάνια. Σύμφωνα με τους γνωρίζοντες τις εσωτερικές ισορροπίες στην Τουρκία, ο Φετουλάχ Γκιουλέν είχε αναλάβει τις υποθέσεις της διασποράς, δημιουργώντας ένα δίκτυο χρηματοδότησης και μέσω της Bank Asya. Μετά την απόπειρα πραξικοπήματος τον Ιούλιο του 2016, ο Ερντογάν βρέθηκε μπροστά σε δύσκολη κατάσταση. Από τη μια, η θέση του στη διεθνή πολιτική σκηνή επέβαλλε την εξαργύρωση του «soft power» στα Βαλκάνια, από την άλλη, ωστόσο, ο άνθρωπος που έστησε το τουρκικό δίκτυο δεν ήταν άλλος από τον μεγαλύτερό του αντίπαλο, ο οποίος θα μπορούσε να το χρησιμοποιήσει και εναντίον του.
Η ΕΠΙΘΕΣΗ. Ενδεικτική είναι η προ μηνός επίθεση του Ερντογάν στον αναπληρωτή πρωθυπουργό του Κοσόβου Φάτμιρ Λίμαϊ. Οταν οι μυστικές υπηρεσίες του Κοσόβου συνεργάστηκαν ερήμην του με τη ΜΙΤ στέλνοντας στην Τουρκία έξι φερόμενους ως πραξικοπηματίες, ο Λίμαϊ αντέδρασε έντονα δηλώνοντας πως «δεν είμαστε υποτελείς κανενός». «Από πότε προστατεύεις εκείνους που προσπάθησαν να κάνουν πραξικόπημα στην Τουρκία; Δεν ξέρεις ότι αναγνωρίσαμε την ανεξαρτησία σας αμέσως μετά την Αμερική; Πώς μπορείς να υπερασπίζεσαι τους πραξικοπηματίες και η Τουρκία σ’ έχει αγκαλιάσει ως αδερφό; Θα το πληρώσεις αυτό. Η καριέρα σου τελείωσε», απάντησε ο τούρκος πρόεδρος, αντικατοπτρίζοντας τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει με τις χώρες που ήλπιζε πως θα μπορούσαν να είναι προνομιακοί του συνομιλητές. Για να αντιστρέψει την κατάσταση, μετά την απόπειρα ο τούρκος πρόεδρος τοποθέτησε τον Χακάν Τσαβούσογλου αντιπρόεδρο της κυβέρνησης, κίνηση ενδεικτική των προθέσεών του: ο πολιτικός από τη Ροδόπη μιλάει συχνά για τα δικαιώματα της τουρκικής διασποράς, ειδικά στην Ελλάδα, ενώ γνωρίζει πολύ καλά τους κανόνες του τουρκικού διπλωματικού παιχνιδιού στη Δύση.
Η διαδικασία εξάλειψης των γκιουλενιστικών πυρήνων στα Βαλκάνια, ωστόσο, απαιτεί χρόνο. Πόσο εύκολα μπορείς να πείσεις ένα έθνος πως οι δεσμοί που δημιούργησες μαζί του ήταν σε λάθος βάση και πρέπει να τους ξαναστήσεις από την αρχή; Πώς γκρεμίζεις τα πανεπιστήμια που έφτιαξες για να φτιάξεις καινούργια; Η συμμετοχή στην εκδήλωση στο Σαράγεβο θα είναι ενδεικτική για το αν και κατά πόσο τα έχει καταφέρει.