Με την πρώτη ματιά, η μακροοικονομική προοπτική της Αργεντινής φαίνεται λαμπρή. Εχει επιστρέψει στην ανάπτυξη και πέρσι το ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 2,9% ετησίως. Ομως υπάρχουν σύννεφα στον ορίζοντα. Παρότι το εξωτερικό χρέος παραμένει σχετικά χαμηλό, η γοργή ανάπτυξή του αποτελεί πηγή ανησυχίας και για τον πρόεδρο Μαουρίτσιο Μάκρι είναι μια οικονομική πρόκληση που δεν μπορεί να αγνοηθεί.
Προκειμένου να σταθεροποιηθεί το εξωτερικό χρέος, η Αργεντινή χρειάζεται να επιτύχει εμπορικά πλεονάσματα. Καλύτερο είναι να επιτευχθεί αυτό με την αύξηση της παραγωγής των εξαγώγιμων προϊόντων αντί μέσω μιας ύφεσης που θα περιορίσει τις εισαγωγές. Ομως, ενώ ο στόχος είναι ξεκάθαρος, η ικανότητα των σημερινών πολιτικών που ακολουθούνται δεν φαίνεται να είναι. Εχουν προταθεί αρκετές λύσεις. Μία είναι η διατήρηση του σημερινού status quo, που δείχνει να την προτιμά η κυβέρνηση Μάκρι. Ομως μία δεύτερη πιο προσεκτική προσέγγιση θέλει πρόσθετες μακροοικονομικές παρεμβάσεις. Σε αυτή την άποψη, που βασίζεται στην προσεκτική μελέτη της ιστορίας δανεισμού και άλλων παραμέτρων της χώρας, αξίζει να δώσουμε προσοχή.
Οι εξαγωγές της Αργεντινής είναι στάσιμες από το 2011. Πολλοί πιστεύουν ότι εάν η χώρα αυξήσει τις εξαγωγές της, νέες πολιτικές χρειάζονται ώστε να ενισχυθεί η παραγωγικότητα και να δυναμώσει η ανταγωνιστικότητα. Αυτή τη στιγμή, πάντως, οι πολιτικές που έχουν επιλεγεί ενισχύουν το έλλειμμα αντί να το περιορίζουν. Δεν υπάρχουν αποδείξεις να υποστηρίζουν την υπόθεση της κεντρικής τράπεζας ότι το κυμαινόμενο επιτόκιο θα επιτύχει μακροοικονομική σταθερότητα. Επίσης η πεποίθηση της κεντρικής τράπεζας ότι το υψηλότερο επιτόκιο θα οδηγήσει αμέσως σε χαμηλότερο πληθωρισμό δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα και δεν διαθέτει εγγυήσεις. Η αντιμετώπιση του πληθωρισμού είναι συνήθως αποτελεσματική όταν εφαρμόζεται σε οικονομίες που γνωρίζουν σταθερή ανάπτυξη –ακριβώς το αντίθετο δηλαδή απ’ ό,τι η Αργεντινή.
Η κεντρική τράπεζα της Αργεντινής ίσως προσπαθήσει να αντισταθμίσει αυτά τα προβλήματα δείχνοντας πρόθυμα να «κάνει ό,τι χρειασθεί» για να αντιμετωπίσει τον πληθωρισμό –απηχώντας τη στρατηγική της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας να σώσει το ευρώ το 2012. Ομως στην περίπτωση της Αργεντινής ίσως αυτό δεν είναι πιθανό επειδή η λύση βρίσκεται πέραν της νομισματικής πολιτικής. Ενα παράδειγμα είναι οι ετήσιες διαπραγματεύσεις για τους μισθούς που έχουν ξεπεράσει τους στόχους του πληθωρισμού επί δύο συνεχόμενες χρονιές κατά 15% το 2016 και 7,8% το 2017.
Εν μέσω αυτών των προκλήσεων κάποιοι ισχυρίζονται ότι ο καλύτερος τρόπος να αντιμετωπισθούν εξωτερικές ανισορροπίες είναι με ένα τεράστιο δημοσιονομικό σοκ προσαρμογής. Δυστυχώς, μια τέτοια προσέγγιση θα αποτελούσε αποδοχή ήττας. Θα ήταν σαν να παραδέχεται η κυβέρνηση ότι η ενίσχυση της ανάπτυξης μέσω των εξαγωγών είναι αδύνατη. Κι όμως, δεν είναι λάθος τρόπος σκέψης. Εάν οι προοπτικές για την οικονομική ανάπτυξη ήταν τόσο ρόδινες όσο υποστηρίζει η κυβέρνηση Μάκρι, τίποτα από αυτά δεν θα είχε σημασία. Ομως φαίνεται σαν να προσπαθεί να μασκαρέψει ένα μέλλον με έντονες αναταράξεις. Και γι’ αυτό θα πρέπει να αποκτήσει τόλμη στις κινήσεις της προτού να είναι αργά.
Ο Μάρτιν Γκούζμαν είναι ερευνητής του Πανεπιστημίου Κολούμπια και καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Μπουένος Αϊρες