Σύμφωνα με τον ιταλό πολιτικό επιστήμονα Giovanni Sartori, τα εκλογικά συστήματα αποτελούν τον «πιο εξειδικευμένο χειραγωγικό μηχανισμό της πολιτικής». Για πολλές δεκαετίες οι ελληνικές κυβερνήσεις αντιμετώπισαν ως τέτοια τα εκάστοτε εκλογικά συστήματα, αλλάζοντάς τα λίγο πριν τη διεξαγωγή των εκλογών, ειδικά όταν διαπίστωναν ότι ο αντίπαλός τους βρίσκεται προ των πυλών της εξουσίας. Και η σημερινή κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, βλέποντας την επερχόμενη ήττα της, θέσπισε βεβιασμένα την απλή αναλογική σε μια περίοδο που η Νέα Δημοκρατία είχε ήδη διψήφιο δημοσκοπικό προβάδισμα από τον δεύτερο ΣΥΡΙΖΑ στην πρόθεση ψήφου. Οι ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ θεώρησαν ότι ήταν η κατάλληλη χρονική στιγμή για την απλή αναλογική και δεν δίστασαν να κλείσουν για μια ακόμη φορά το μάτι στη φασίζουσα Χρυσή Αυγή (οποία Αριστερά;) για να ισχύσει ο εκλογικός νόμος από τις επόμενες εκλογές που θα δυσκολέψει τον σχηματισμό κυβέρνησης από τον Κυριάκο Μητσοτάκη. Με δεδομένη την πόλωση από τον διχαστικό ΣΥΡΙΖΑ καθώς και την εμφανή πλέον περιφρόνησή του προς τους θεσμούς μάλλον θα είναι ατελέσφορη η προεδρική εκλογή το 2020. Ετσι η επόμενη κυβέρνηση θα οδηγηθεί πιθανά και σε σύντομο χρονικό διάστημα σε νέες εθνικές εκλογές, οι οποίες θα διεξαχθούν με την απλή αναλογική, που με βεβαιότητα θα οδηγήσει τη χώρα στην ακυβερνησία. Και μάλιστα χωρίς καμιά ουσιαστική αλλαγή στο κομματικό και πολιτικό σύστημα της χώρας που μέρα με τη μέρα απαξιώνονται στα μάτια των πολιτών. Πράγματι, σύμφωνα με το Pew Research Center, μόλις το 21% των Ελλήνων είναι ικανοποιημένο με τον τρόπο που λειτουργεί η δημοκρατία στην Ελλάδα, ενώ η πρόσφατη μελέτη της διαΝΕΟσις έδειξε ότι τα πολιτικά κόμματα εμπιστεύεται μόλις το 25,5% των Ελλήνων.
Για να αντιστραφεί αυτό το κλίμα δυσθυμίας των πολιτών προς τους πολιτικούς θεσμούς χρειάζονται σημαντικές αλλαγές, μια απ’ αυτές θα ήταν και μια ρηξικέλευθη αλλαγή του εκλογικού νόμου προς το γερμανικό πρότυπο. Σύμφωνα με αυτόν οι μισοί βουλευτές εκλέγονται πλειοψηφικά σε μικρές εκλογικές περιφέρειες και οι άλλοι μισοί αναλογικά από μια κομματική λίστα, κατά το πρότυπο της σημερινής λίστας του ψηφοδελτίου Επικρατείας. Κάτι τέτοιο θα εξασφάλιζε τόσο την αντιπροσωπευτικότητα αλλά θα έδινε σε ένα βαθμό με τον θεσμό του διευρυμένου ψηφοδελτίου Επικρατείας απάντηση σε θέματα όπως αυτά του πολιτικού χρήματος και της εξάρτησης από συμφέροντα κάθε είδους (οικονομικά, μιντιακά κ.ά.). Θα συνέβαλλε καθοριστικά να εισέλθουν νέοι στην πολιτική άνθρωποι, που ουδέποτε θα μπορούσαν να περάσουν τις ερμητικά κλειστές πόρτες του Κοινοβουλίου με τα έως τώρα δεδομένα, προάγοντας αποτελεσματικά την ποιοτική ανανέωση του πολιτικού προσωπικού. Θα έδινε τη δυνατότητα στους αρχηγούς των κομμάτων, που στην πλειοψηφία τους εκλέγονται πλέον δημοκρατικά από τη βάση, να κινητοποιήσουν στο διευρυμένο ψηφοδέλτιο Επικρατείας σημαντικούς πολίτες, με γνώση, με εμπειρία και με διάθεση προσφοράς προς το κοινωνικό σύνολο. Επίσης, η πλειοψηφική εκλογή σε μικρές εκλογικές περιφέρειες θα ωθούσε τα κόμματα να επιλέξουν όχι με αυστηρά κομματικά κριτήρια, αλλά προσωπικότητες με ευρύτερη πολιτική απήχηση στην τοπική κοινωνία, προκειμένου να εξασφαλίσουν την έδρα, καθότι ο πλειοψηφών τα παίρνει όλα.
Η επόμενη φιλελεύθερη κυβέρνηση, ακόμη και στην περίπτωση που είναι βραχύβια, θα πρέπει να έχει μία έτοιμη πρόταση για τον εκλογικό νόμο με όλες του τις τεχνικές λεπτομέρειες, προσομοιάζοντα σε αυτόν του γερμανικού εκλογικού συστήματος, προσαρμοσμένο στην ελληνική πραγματικότητα. Επειτα από μια πιθανώς άκαρπη προεδρική εκλογή το 2020, θα έχει την ευχέρεια να διεξαγάγει δεύτερες εκλογές με βάση τον νέο αυτόν εκλογικό νόμο που θα δώσει άλλη πνοή στο πολιτικό και κομματικό σύστημα.
Ο Αχιλλέας Γραβάνης είναι καθηγητής του Πανεπιστημίου Κρήτης