Ηταν 11 το βράδυ. Σχεδόν ολόκληρη η πόλη σε βεράντες, σαλόνια και αυλές παρακολουθούσε στην τηλεόραση το Μουντιάλ της Αργεντινής. Βράδυ της 20ής Ιουνίου 1978. Και ξαφνικά η γη άρχισε να τρέμει. Ο Εγκέλαδος χτυπούσε τη Θεσσαλονίκη με 6,5 ρίχτερ και άφηνε πίσω του 49 νεκρούς, εκατοντάδες τραυματίες, χιλιάδες άστεγους, τεράστιες υλικές ζημιές. Ηταν 15 δευτερόλεπτα εφιάλτη. Λίγο μετά το αρχικό σοκ, πλήθος κόσμου είχε μαζευτεί στην Πλατεία Ιπποδρομίου εκεί όπου για πρώτη φορά στην ιστορία της χώρας υπήρξαν νεκροί και τραυματίες από κατάρρευση πολυώροφης πολυκατοικίας. Πρωτοφανές χάος επικρατούσε στους δρόμους, με τους Θεσσαλονικείς να προσπαθούν να εγκαταλείψουν με κάθε μέσο την πόλη, την ηλεκτροδότηση και τις τηλεφωνικές επικοινωνίες να έχουν διακοπεί. Κανείς δεν περίμενε αυτήν την καταστροφή, παρότι από τις αρχές Μαΐου η πόλη κουνιόταν διαρκώς. Οι ισχυρότερες δονήσεις είχαν σημειωθεί στις 24 Μαΐου με μέγεθος 5,8 ρίχτερ και στις 19 Ιουνίου, δηλαδή μία ημέρα πριν τον μεγάλο σεισμό με ένταση 5,3 ρίχτερ. Οπως απεδείχθη εντάσσονταν σε μία πλούσια σεισμική δραστηριότητα που κανείς δεν είχε αντιληφθεί ότι ήταν προσεισμική…
Ο φονικός σεισμός, που έκανε τον τότε πρωθυπουργό Κωνσταντίνο Καραμανλή να σκέφτεται ακόμη και την εκκένωση της πόλης, θα άφηνε βαρύ στίγμα στη Θεσσαλονίκη και θα άλλαζε τον τρόπο που η επιστημονική κοινότητα αντιμετώπιζε ώς τότε τα σεισμικά φαινόμενα στην Ελλάδα. Ο σεισμός του ’78 θα γινόταν, επίσης, η αιτία να θεσπιστεί ο πρώτος σύγχρονος αντισεισμικός κανονισμός για τα αστικά κέντρα της χώρας.
Οπως εξηγούν οι διοργανωτές, είναι μια έκθεση επιβεβλημένη, καθώς ο σεισμός της Θεσσαλονίκης ήταν ο πρώτος δυνατός σεισμός που έπληξε ένα μεγάλο αστικό κέντρο της σύγχρονης Ελλάδας προκαλώντας θύματα και παραλύοντας την οικονομία της πόλης, ενώ τα επιστημονικά δεδομένα που προέκυψαν μετά την εκδήλωσή του οδήγησαν στη διατύπωση νέων τεκτονικών θεωριών για τον ευρύτερο χώρο του Αιγαίου.
«Ο σεισμός του ’78 στιγμάτισε την Θεσσαλονίκη αλλά και ολόκληρη την χώρα», λέει στα «ΝΕΑ» ο Σπύρος Παυλίδης, καθηγητής του Τμήματος Γεωλογίας του ΑΠΘ και ομιλητής στην ημερίδα που διοργανώθηκε την περασμένη Παρασκευή με αφορμή τα εγκαίνια της έκθεσης. «Με αφετηρία αυτόν τον σεισμό άλλαξε η αντισεισμική πολιτική της Ελλάδας. Για να καταλάβετε, το 1978 στην χώρα μας υπήρχαν 12 σεισμογράφοι –που δεν λειτουργούσαν όλοι –με κέντρο το Εθνικό Αστεροσκοπείο Αθηνών και σήμερα έχουμε 120. Μόνο το δίκτυο της Θεσσαλονίκης είχε έναν κεντρικό σταθμό και επτά περιφερειακούς και σήμερα έχει 39. Ηταν η αρχή μιας νέας αντιμετώπισης των σεισμών», εξηγεί. «Εγιναν άλματα επειδή για πρώτη φορά ο σεισμός έπληξε μια μεγάλη πόλη και τα προβλήματα που είχε να αντιμετωπίσει η πολιτεία ήταν διαφορετικά. Δημιουργήθηκαν πρωτόγνωρες κοινωνικές ανάγκες. Ο παλαιότερος σεισμός της Κεφαλονιάς – Ζακύνθου ήταν πιο καταστροφικός, με περισσότερους νεκρούς, αλλά με διαφορετικές συνέπειες». Πολλοί κάτοικοι έζησαν για περισσότερο από δύο μήνες εκτός της πόλης σε πρόχειρους και οργανωμένους καταυλισμούς ή εντός της πόλης σε πάρκα και ελεύθερους χώρους «όπου οργανώθηκε ένας διαφορετικός τρόπος επιβίωσης και κοινωνικών σχέσεων με εκδηλώσεις συναυλιών, θεάτρου, ομιλιών, διαφορετικές φιλικές διαπροσωπικές σχέσεις και αλληλεγγύη».
ΝΕΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ. Μετά τον σεισμό λειτούργησε για πρώτη φορά η Υπηρεσία Αποκατάστασης Σεισμοπλήκτων Βορείου Ελλάδος και το Ινστιτούτο Τεχνικής Σεισμολογίας και Αντισεισμικών Κατασκευών, ενώ τότε, όπως σημειώνει ο Σπ. Παυλίδης, «μπήκαν οι βάσεις του μετασεισμικού ελέγχου των κτιρίων ο οποίος ακολουθείται από τους μηχανικούς μέχρι σήμερα. Λίγο αργότερα, τον Φεβρουάριο του ’81 έγινε ο σεισμός στις Αλκυονίδες που έπληξε την Αθήνα και ενισχύθηκε η ανάγκη να τεθούν νέες βάσεις. Ετσι, ο αντισεισμικός κανονισμός που φτιάχτηκε το 1985 άρχισε να αντιμετωπίζει για πρώτη φορά τα διαφορετικά προβλήματα που προκαλούν οι σεισμοί στις μεγάλες πόλεις».
Ο σεισμός της Θεσσαλονίκης έθεσε, επίσης, στο τραπέζι των επιστημόνων νέα δεδομένα για έρευνα: τη μεγάλη διάρκεια των προσεισμών και των μετασεισμών του, το γεγονός ότι σημειώθηκαν τουλάχιστον δύο κύριοι σεισμοί και την εμφάνιση ρηγμάτων άγνωστων ώς τότε στους γεωλόγους.