Οι τέσσερις συστημικές ελληνικές τράπεζες πέρασαν με επιτυχία τον κάβο των στρες τεστ, οι προκλήσεις για την οικονομία όμως παραμένουν τεράστιες τους επόμενους μήνες. Ο Ενιαίος Εποπτικός Μηχανισμός ανακοίνωσε το Σάββατο τα αποτελέσματα της άσκησης προσομείωσης ακραίων καταστάσεων, σύμφωνα με τα οποία η κεφαλαιακή θέση των ελληνικών τραπεζών είναι ισχυρή. Με ανεπίσημο όριο δείκτη κεφαλαίου CET1 5,5%, στο δυσμενές σενάριο το 2020, η Alpha εμφανίζει 9,69%, η Eurobank 6,75%, η Εθνική 6,92% και η Πειραιώς 5,90%.
Αναλυτές εκτιμούν με βάση τα αποτελέσματα πως στην εποπτική αξιολόγηση η οποία θα διενεργηθεί τον προσεχή Οκτώβριο καμία εγχώρια τράπεζα δεν θα υποχρεωθεί σε αύξηση κεφαλαίου. Για να συμβεί αυτό βέβαια, απαραίτητη προϋπόθεση είναι η επιτυχής ολοκλήρωση του τρίτου προγράμματος το ESM τον ερχόμενο Αύγουστο και η πλεύση της ελληνικής οικονομίας στη συνέχεια σε ήρεμα νερά τόσο στο μέτωπο των αγορών όσο και των πολιτικών εξελίξεων.
Σε χθεσινό δημοσίευμά του το Bloomberg σημειώνει πως ύστερα από οκτώ χρόνια Μνημονίων, οκτώ μεγάλα ερωτήματα παραμένουν για την ελληνική οικονομία. Μεταξύ αυτών, εάν η Ελλάδα τελικά θα πάρει ελάφρυνση χρέους, πόσο «σφιχτά» θα επιτηρείται η Αθήνα στη συνέχεια, αν θα εμπλακεί το ΔΝΤ, κατά πόσο θα υπάρχει «εύκολη» πρόσβαση στις αγορές, αν θα σταματήσουν οι μεταρρυθμίσεις και αν τελικά η προοπτική των εκλογών θα βάλει τους πολιτικούς στον πειρασμό των –άμετρων –παροχών. Ολα αυτά θα βαρύνουν στις πραγματικές προοπτικές της ελληνικής οικονομίας μετά τη λήξη του τρίτου προγράμματος.
ΝΕΟΣ ΓΥΡΟΣ. Την επόμενη Δευτέρα, φτάνουν στην Αθήνα για έναν ακόμα γύρο αξιολόγησης οι επικεφαλής του κουαρτέτου των δανειστών με πολλά από τα στοιχεία του παζλ της επόμενης ημέρας ακόμα συγκεχυμένα. Η κυβέρνηση καλείται πρώτα απ’ όλα να φτάσει σε τεχνική συμφωνία με τους δανειστές έως τις 24 Μαΐου που είναι προγραμματισμένη η επόμενη συνεδρίαση του Eurogroup. Από τη λίστα των 88 προαπαιτουμένων περίπου εννέα στα δέκα παραμένουν μέχρι σήμερα σε εκκρεμότητα, όταν στο σύνολό τους οι εκπρόσωποι των δανειστών έχουν τονίσει την ανάγκη ταχείας ολοκλήρωσης της τέταρτης αξιολόγησης. Ολα τα εμπλεκόμενα υπουργεία θα πρέπει να αποδυθούν σε έναν αγώνα δρόμου ώστε το αργότερο στις 21 Ιουνίου όλα τα προαπαιτούμενα να έχουν κλείσει. Το πρόβλημα στην τελευταία αξιολόγηση του τρίτου προγράμματος είναι πως δεν απαιτείται η εύκολη, όπως αποδείχθηκε για τη σημερινή κυβέρνηση, ψήφιση μέτρων, αλλά η εφαρμογή τους.
Η ΕΠΟΠΤΕΙΑ. Εάν στις 21 Ιουνίου ή το αργότερο στις 12 Ιουλίου έχει κλείσει το θέμα της αξιολόγησης, ο δρόμος θα είναι ανοιχτός για να κλειδώσουν παράλληλα οι αποφάσεις όσον αφορά τη μεταμνημονιακή εποπτεία και τη διευθέτηση του χρέους. Μέχρι σήμερα πάντως παραμένουν έντονες οι διαφωνίες Γερμανίας – ΔΝΤ για τον τρόπο και το μέγεθος διευθέτησης του χρέους, με αυξημένες τις πιθανότητες μη ενεργοποίησης του προγράμματος του Ταμείου για την Ελλάδα.
Οσον αφορά την εποπτεία η κυβέρνηση διά του υπουργού Οικονομικών έχει αποδεχθεί ενισχυμένη εποπτεία με τέσσερις τριμηνιαίες επισκέψεις των δανειστών για τις οποίες ο Ευκλείδης Τσακαλώτος επιχειρεί να πείσει πως ουδεμία σχέση θα έχουν με τις σημερινές αξιολογήσεις.
Πράγματι, ύστερα από κάθε μελλοντική αξιολόγηση, δεν θα ακολουθεί εκταμίευση δόσεων όπως σήμερα. Αντί για Μνημόνιο με λεφτά θα υπάρχει μια παραλλαγή Μνημονίου, ένα πλαίσιο δεσμεύσεων, η πιστή εφαρμογή του οποίου θα απελευθερώνει σταδιακά μέτρα ελάφρυνσης του χρέους. Κεντρικό σημείο των μεταμνημονιακών δεσμεύσεων αποτελεί στην ατζέντα των δανειστών η ρήτρα μη αναστροφής μεταρρυθμίσεων που υλοποιήθηκαν τα μνημονιακά χρόνια αλλά και η πιστή εφαρμογή των προνομοθετημένων περικοπών στις συντάξεις (-18% από το 2019) και στο αφορολόγητο (έως τα 5.700 ευρώ το 2020). Το πικρό ποτήρι των περικοπών στις συντάξεις και το αφορολόγητο η κυβέρνηση δεν πρόκειται να το αποφύγει.
Ο Πρόεδρος της Βουλής Νίκος Βούτσης με δηλώσεις του (ΕΡΤ) δήλωσε πως «…ό,τι έχει προνομοθετηθεί ή ήταν μέρος της συμφωνίας θα εφαρμοστεί μέσα στο χρόνο, το εύρος και την ποιότητα που κάθε φορά η ελληνική οικονομία επιτρέπει», προσθέτοντας ότι «θα ήταν εντελώς άκαιρο –μερικοί το έχουν κάνει και λυπάμαι –να εξελιχθεί μια συζήτηση από τώρα, ποιες αυξήσεις θα δοθούν, ποια στοιχεία από το πρόγραμμα θα παρθούν πίσω».