Η γενιά μου γεννήθηκε στη διάρκεια της μεταξικής δικτατορίας, οι γονείς μου πολέμησαν και υποχρεώθηκαν, νικητές, να συνθηκολογήσουν με τον κατακτητή, μεγαλώσαμε μέσα στον τρόμο, την πείνα, τις εκτελέσεις της Κατοχής και βιώσαμε πάνω στο πετσί μας, έφηβοι και αργότερα φακελωμένοι νέοι, τον Εμφύλιο και πριν προλάβουμε να φτιάξουμε μια ισορροπημένη ζωή και καριέρα ήρθε η δικτατορία των συνταγματαρχών. Οι πατεράδες μας έζησαν τη Μικρασιατική Εκστρατεία και τη συντριβή και τις απανωτές δικτατορίες από το ’22 έως το ’36. Ο αδελφός της μητέρας μου, πρωτοπαλίκαρο του Αρη Βελουχιώτη στην Κατοχή, όχι στον Εμφύλιο, έζησε στις φυλακές 20 χρόνια. Ο πατέρας μου εξορίστηκε στην Ικαρία. Η μισή Ελλάδα αυτής της περιόδου έχει ανάλογο και συχνά πιο επώδυνο βιογραφικό. Ζούσα στη Φθιώτιδα και στην πρωτεύουσά της δικηγόρος ονόματι Γιαννόπουλος, διορισμένος βασιλικός επίτροπος στο στρατοδικείο, έστελνε το 1947-48 δέκα Ελληνες στο εκτελεστικό απόσπασμα. Το έχω γράψει και άλλοτε: από τη διπλανή αυλή του σπιτιού μας που μας χώριζε χαμηλή μεσοτοιχία και η μάνα μου συχνά αντάλλασσε φαγητά και σκεύη με τη γειτόνισσα εκτελέστηκαν την ίδια μέρα πατέρας, γιος και γαμπρός. Και ένιωθα ευτυχής που είχα πατέρα στην εξορία, αφού υπήρχε πιθανότητα να έχει τουφεκιστεί με συνοπτικές διαδικασίες. Δίδασκα χρόνια στην ιδιωτική εκπαίδευση και στα φροντιστήρια διότι δεν είχα «χαρτιά» για τη δημόσια. Κι όταν διορίστηκα και βρήκε τα χαρτιά μου η χούντα, με έστειλε δυσμενώς υπό επιτήρηση στο Κρανίδι.
Η οικογένεια της γυναίκας μου ήταν μισή μισή. Μισοί ψηφοφόροι, κομματάρχες και υποψήφιοι βουλευτές του Λαϊκού Κόμματος και οι άλλοι μισοί αντάρτες, εξόριστοι, καταδικασμένοι και πολιτικοί φυγάδες. Ο πεθερός μου, δημόσιος υπάλληλος και βασιλόφρων, έκρυβε μέσα στο επιταγμένο για τους εσωτερικούς μετανάστες αρχοντικό του Κολωνακίου και στο πλυσταριό τον πρώτο του ξάδερφο, δικηγόρο κομμουνιστή, αναζητούμενο από την Ασφάλεια. Οι όμορφοι αγέραστοι δεσμοί αίματος των Ελλήνων!
Τώρα τα βλέπουμε όλα αυτά στα μάτια και στα έντρομα ματάκια των παιδιών που ξεβράζουν οι βάρκες των εμπόρων ψυχών από τη Συρία και εμείς που τα ζήσαμε και πονάμε και συμπάσχουμε και αγανακτούμε με κάποιους που είχαν την τύχη να γεννηθούν μετά το 1974!
Εχουν γραφτεί δεκάδες κείμενα και ιστορικά και ντοκουμέντα και απομνημονεύματα και συχνά προσωπικά βιώματα από τα κρατητήρια και κυρίως από τα νησιά της εξορίας, Μακρόνησος, Γιούρα, Λέρος και Τρίκερι για τις γυναίκες.
Θα μείνω στο έξοχο έργο του Παύλου Μάτεσι «Εξορία», στο οποίο αναφέρθηκα και άλλοτε, που καταγράφει με υψηλό και τολμηρό ύφος και ήθος πού μπορεί να φτάσει η κτηνωδία ανθρώπου και πού να φτάσει, δικαιολογημένα συχνά, η εκδίκηση του ταπεινωμένου ανθρώπου.
Γνωρίσαμε τις τρομερές ιστορίες των στρατοπέδων συγκέντρωσης των Ναζί. Τα κρεματόρια, τους διωγμούς των δημοκρατικών στην Ισπανία του Φράνκο. Αλλά γνωρίσαμε και τον διωγμό των αμερικανών πολιτών επί Μακάρθι. Τα στρατόπεδα και τα βασανιστήρια στο Γκουαντάναμο. Τους διωγμούς εξάλλου των αντιφρονούντων στην Κούβα του Κάστρο. Τις ίδιες και απαράλλαχτες βάρκες που βλέπουμε σήμερα στο Αιγαίο με απελπισμένες γυναίκες με μωρά παιδιά (πολλά πνιγμένα), τότε να αναζητούν άσυλο στη Φλόριδα.
Και ύστερα τα αφιονισμένα πλήθη με το κόκκινο βιβλιαράκι του Μάο στην Κίνα να προπηλακίζουν δασκάλους, φοιτητές, να σπάζουν δημόσια δίσκους του Μπετόβεν. Το έγραψα και άλλοτε. Ο μεταφραστής του Σοφοκλή στα κινέζικα Λούο μετέφραζε τον τραγικό σε μια σπηλιά με ένα κερί. Ηρθε μετά την απομαοποίηση στους Δελφούς και τρομάξαμε να τον ξεκολλήσουμε από τις κερκίδες του αρχαίου θεάτρου.
Και το ξανάγραψα. Κρατούμενος αντιφρονών Αλβανός έμαθε αρχαία ελληνικά από συγκρατούμενους έλληνες της αλβανικής μειονότητας δασκάλους και ιερείς και μετέφρασε επίσης Σοφοκλή. (Αχ! αυτή η «Αντιγόνη» που τώρα ακούμε να εξωπετάγεται από τα ελληνικά γυμνάσια!) Εκδόθηκε με την παρέμβασή μου μετά τον Χότζα με έξοδα της Εθνικής Τραπέζης (παράρτημα Τιράνων) επί διοικήσεως Καρατζά.
Ξεχνάμε κάτι. Ξεχνάμε τα Γκουλάγκ, τους τόπους εξορίας των αντιφρονούντων με τον ίδιο τρόπο και την ίδια μέθοδο και την ίδια πληθώρα θυμάτων και επί Τσάρων (τα αποτύπωσε ο Ντοστογέφσκι) και επί σταλινισμού (τα διεκτραγώδησε ο Σολζενίτσιν).
Ο Μενέλαος Λουντέμης, που έγραψε πριν από τον πόλεμο και υμνήθηκε το «Ενα παιδί μετράει τ’ άστρα» κοπιάροντας αριστουργηματικά το αριστούργημα του Μαξίμ Γκόρκι «Τα παιδικά μου χρόνια», βρέθηκε μετά τον Πόλεμο και τον Εμφύλιο στα ξερονήσια της εξορίας. Μαζί με τον Κατράκη, τον Νίκο Κούνδουρο, τον χαράκτη Τάσσο, τη Βάσω Κατράκη, τον ηθοποιό Καρούσο, τον μεγάλο φιλόσοφο Κωνσταντίνο Δεσποτόπουλο, τον Ρίτσο, τον Αρη Αλεξάνδρου, τον Τάσο Λειβαδίτη, τον Μπαχαριάν, τον συνθέτη Ξένο, τον Μίκη Θεοδωράκη, τον Βέγγο, τον ζωγράφο και σκηνογράφο Τάσο Ζωγράφο.
Οι ίδιοι και άλλοι νεότεροι ξαναβρέθηκαν στα ίδια κολαστήρια και με τη χούντα του ’67, από τον Γεώργιο Μαύρο έως τον Παράβα. Ανάμεσα όμως σ’ αυτές τις κτηνωδίες στην ελληνική πραγματικότητα στην άλλη πλευρά του λόφου, εν ονόματι της οποίας οι Ελληνες βασανίζονταν για τις ιδέες τους, εξαφανίστηκε και δεν βρέθηκε πουθενά το πτώμα του ο ιδιοφυής αριστερός διανοούμενος Κώστας Καραγιώργης και αυτοκτόνησε κρεμασμένος στην Τασκένδη ο Ζαχαριάδης, ενώ ο Πλουμπίδης οδηγήθηκε στο εκτελεστικό απόσπασμα, όταν από τον ραδιοσταθμό του Κόμματος είχε ανακηρυχθεί προδότης που δεν εκτελέστηκε αλλά τάχα μου φυγαδεύτηκε στην Αμερική και οι Αρχές έδειξαν άλλο πτώμα! Σελίδες, αν δεν ήταν Ιστορία, φανταστικής και φανατικής λογοτεχνίας. Ξαναέζησαν «οικεία κακά» βλέποντας την εξαίσια διασκευή της Σοφίας Αδαμίδου του έργου του Λουντέμη «Οδός Αβύσσου, αριθμός 0». Το είχα αγοράσει με κίνδυνο, μοναδικό αντίτυπο στο χαρτοβιβλιοπωλείο της Λαμίας, ένα ακόμα στοιχείο στον φάκελό μου. Είχε εξώφυλλο έναν ρακένδυτο άνθρωπο με γύρω του συρματόπλεγμα. Θαυμάσιο εικαστικό της τότε αποφοίτου της Καλών Τεχνών και αργότερα ηθοποιού (καλά να είναι) Ρίκας Διαλυνά!
Καλό είναι να παίζονται τέτοια ντοκουμέντα κυρίως για να τα βλέπουν τα εξαρτημένα θύματα του Διαδικτύου και της τηλεοπτικής αφόδευσης.
Αλλά πρέπει να είμαστε τίμιοι με τα γεγονότα, με όλα τα αληθινά γεγονότα. Η δικαιοσύνη δεν μπορεί να γέρνει τον έναν δίσκο της μόνο.
Χρόνια περιμένει στο συρτάρι το έργο του Γιώργου Σκούρτη «Υπόθεση Κ.Κ.», όπου Κ.Κ. ο Κώστας Καραγιώργης, ο διανοούμενος αριστερός, τελευταίος διευθυντής του «Ρίζου της Δευτέρας», όπου τα άρθρα του είχαν συχνά ως μότο στίχους τού (απαγορευμένου και αποδιοπομπαίου από το Κόμμα) Κ.Π. Καβάφη.
Και ας τολμήσουμε να κοιτάξουμε κατάματα την αλήθεια. Ας ανεβάσουμε την «Ανάκριση» του Βάις, την «Οδό Αβύσσου» της Αδαμίδου, τη «Δίκη των Εξ» του Βασιλικού, την «Εξορία» του Μάτεσι, τη «Νίκη» της Αναγνωστάκη, τις «Μάγισσες του Σάλεμ» του Αρθουρ Μίλερ, την «Πόρνη που σέβεται» του Σαρτρ, τη «Δίκη» του Κάφκα και το «Κ.Κ.» του Σκούρτη. Για να στεριώσουμε στη συνείδηση κυρίως των νέων πως ο Εμφύλιος, όποιος εμφύλιος, και οι πόλεμοι ιδεολογιών είναι η κατάρα της Ιστορίας.
Ας κοιτάξουμε τον καθρέφτη αλλά ας συνειδητοποιήσουμε ό,τι έγραψε ο Μέγας Γκόγκολ: «Μη σπάζεις τον καθρέφτη, ό,τι βλέπεις εκεί είναι τα μούτρα σου».
Στο θέατρο Olvio παίχτηκε το ωμό αλλά συνταρακτικό κείμενο της διασκευής της Αδαμίδου σε σκηνοθεσία Ρουμπίνης Μοσχοχωρίτου, με έξοχη μουσική και εκτέλεση στην κιθάρα του Νότη Μαυρουδή, το λιτό σκηνικό – εγκατάσταση είναι Ντέιβιντ Νεγρίν, τα κοστούμια της Μαρίας Παπαδοπούλου, η κίνηση της Στέφανι Τσάκωνα, το video του Γιώργου Κορδέλλα.
Η Μοσχοχωρίτου κατέχει γερά τη νατουραλιστική υποκριτική, αυτό που ο Ζολά όριζε ως «φέτα ζωής». Σκληρά γεγονότα, ωμή αναπαράσταση. Αλλά εντός των ορίων της αισθητικής. Δεν θα κάνω διακρίσεις στις πέντε υποκριτικές ερμηνείες. Είναι ισότιμες. Εξάλλου το κείμενο έχει μοιράσει ισότιμα και τους ρόλους, βασανιστές και βασανιζόμενοι. Και ανάμεσά τους η αναπάντεχη έλλαμψη της ανθρωπιάς. Ετσι αναφέρω αλφαβητικά τους πράγματι έξοχους ηθοποιούς που υπηρετούν με ήθος και οικείο ύφος το σκληρό κείμενο: Στέλιος Γεράνης, Δημήτρης Μαύρος, Χάρης Μαυρουδής, Νότης Παρασκευόπουλος, Χριστόδουλος Στυλιανού.
Συνταρακτική εμπειρία, αλλά η Δικαιοσύνη έχει ζυγό και ο ζυγός δύο δίσκους!