Η «καθαρή έξοδος» δεν έχει περισσότερη σχέση με την πραγματικότητα απ’ όση είχε εκείνος ο νόμος που θα καταργούσε το Μνημόνιο με ένα άρθρο –δηλαδή καμία. Κι έπειτα, ως αφήγημα είναι εξίσου επικό, εξίσου εθνεργετικό, εξίσου λαϊκιστικό. Ο Αλέξης Τσίπρας, ένας λαϊκιστής πολιτικός που πόνταρε πολλά στην επική διάσταση της πολιτικής δράσης για να συγκινήσει τα πλήθη, θα ήθελε να ακούγεται, περισσότερο και από την αυγή μιας νέας εποχής, σαν μια ηρωική πράξη.
Αλλά δεν ακούγεται. Το αφήγημα της «καθαρής εξόδου» δεν φτάνει στα αφτιά της κοινής γνώμης ως έπος, αλλά όπως θα έφτανε ο απόηχος ενός ψεύδους. Τα ρίγη έχουν δώσει τη θέση τους στην αδιαφορία, η προσμονή όχι στην καχυποψία, ούτε καν σε αυτή, αλλά στη βεβαιότητα ότι το τέλος του προγράμματος δεν είναι η αρχή μιας ανακούφισης, ότι καμία λύτρωση, καμία απελευθέρωση δεν θα ξημερώσει την επόμενη μέρα.
Αυτή η επίγνωση δεν κάνει τον Τσίπρα να επιμένει λιγότερο στο αφήγημά του. Συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο –επιμένει πιο πεισματικά. Κι αυτό τον κάνει πιο διχαστικό, πιο πολωτικό, πιο επιθετικό. Τον κάνει να εξαπολύει ο ίδιος την επίθεση: αν τότε δεν ήταν ο ίδιος που χαρακτήριζε τους άλλους, τους εχθρούς που χρειάζεται κάθε λαϊκιστής για να στηρίξει το έπος του, Κουίσλινγκ και γερμανοτσολιάδες, σήμερα είναι ο ίδιος που χαρακτηρίζει «μαύρο μέτωπο» όποιον δεν υπηρετεί το αφήγημά του. Είναι ο ίδιος που αναλαμβάνει την ιδιοκτησία των έξαλλων ανακοινώσεων του Μαξίμου. Κάτι που δεν λέει πολλά μόνο για τον ίδιο τον Τσίπρα. Λέει και για το διάστημα που θα ακολουθήσει: για τους όρους κάτω από τους οποίους θα διεξαχθεί μια ούτως ή άλλως μακρά προεκλογική εκστρατεία.