Το θυμάμαι εκείνο το καλοκαιρινό βράδυ στα πρώτα μπουμπουκιάσματα της νιότης μου. Από μια παράξενη συνθήκη, από αυτές που συχνά σκαρώνει η μνήμη, θυμάμαι, αν και ουδεμία σχέση έχω με τη Θεσσαλονίκη, πού και με ποιους ήμουνα όταν το μάθαμε. Μη σας πω και τι φορούσα. Ο λόγος δεν έχει σχέση μόνο με αυτό καθαυτό το τραγικό γεγονός, αλλά και με το τι μου προκάλεσε. Η συνεχής ροή των ειδήσεων, οι συχνές ζωντανές συνδέσεις της ασπρόμαυρης ακόμη τότε τηλεόρασης, τα πλάνα του σωρού των συντριμμιών της οδού Ιπποδρομίου, ο αριθμός των νεκρών που αύξανε ώρα με την ώρα άρχισαν να καλλιεργούν εντός μου την επιθυμία του να είμαι παρούσα εκεί που «γεννιέται» η είδηση. Από τη μια η τραγικότητα των γεγονότων και από την άλλη η παράξενη γοητεία αυτών των «τοκετών» της ειδησεογραφίας νομίζω ότι έριξαν εντός μου τον σπόρο της δημοσιογραφίας. (Το ίδιο βράδυ πάντως είδα στον ύπνο μου ότι διηύθυνα το τηλεοπτικό συνεργείο που κάλυπτε τα γεγονότα.)
Πέραν των προσωπικών αναμνήσεων όμως, ο σεισμός της Θεσσαλονίκης σηματοδότησε και κάποιες άλλες αναφορές τής, ούτως ή άλλως υπό μετασχηματισμό, ελληνικής κοινωνίας και πραγματικότητας. Η κάλυψη από την αμήχανη ακόμη τότε ελληνική τηλεόραση που, μοιραία και αναπόφευκτα, έκανε, για πρώτη φορά, μια τραγωδία τηλεοπτικό θέαμα. Η παθητική συμμετοχικότητα του κοινού, λόγω της κάλυψης, που με τα χρόνια έγινε εξάρτηση. Από τότε επίσης άρχισε να καλλιεργείται η αντισεισμική παιδεία, αφού ήταν ο πρώτος μεγάλος σεισμός σε αστικό κέντρο. Και κάτι που ίσως οι νεώτεροι δύσκολα θα αντιληφθούν. Η σωριασμένη πολυκατοικία της Ιπποδρομίου, την εποχή ακόμη που το «διαμερισματάκι στην πόλη με τις ανέσεις και τα κομφόρ του» έμοιαζε με εισιτήριο ευμάρειας και εισόδου σε μια άλλη κοινωνική τάξη, ήταν σαν ξεδοντιασμένο ειρωνικό χαμόγελο σε αυτό το όνειρο αστικής ασφάλειας. Μήπως ήταν αυτή η ανατροπή που μου τσίγκλισε τελικά το ενδιαφέρον;