Πριν από λίγες μέρες είχα την τύχη να παρακολουθήσω την ετήσια τελετή παράδοσης των κοτίνων που απονέμονται στους νικητές του Μαραθωνίου της Βοστώνης από τον έλληνα πρόξενο στον πρόεδρο της τοπικής διοργάνωσης. Μια παράδοση που κρατάει χρόνια και υπενθυμίζει τη νίκη του Στέλιου Κυριακίδη στον Μαραθώνιο του 1946 και την ευαισθητοποίηση της αμερικανικής κοινής γνώμης στο ελληνικό δράμα που επιδίωξε και πέτυχε ο Κυριακίδης. Ο Μαραθώνιος της Βοστώνης είναι ο πιο στενά συνδεδεμένος με τον «κλασικό» Μαραθώνιο στην Αθήνα, με τις αντίστοιχες πόλεις αφετηρίας, Μαραθώνα και Χόπκινγκτον αδελφοποιημένες και το άγαλμα του Κυριακίδη καθοδηγούμενου από τον Σπύρο Λούη στο πρώτο μίλι της διαδρομής.
Ακόμα και στην πιο δύσκολη στιγμή της Ιστορίας του, ένας έλληνας γιατρός, ο Γιώργος Βέλμαχος, διευθυντής του Κέντρου Τραύματος του Γενικού Νοσοκομείου της Μασαχουσέτης, βρέθηκε στο επίκεντρο της επούλωσης των τραυμάτων που άφησε πίσω της η τρομοκρατική επίθεση του 2013.
Στη φετινή τελετή προσκλήθηκε και από τον ΣΕΓΑΣ ο αστυνομικός διευθυντής της Βοστώνης Γουίλιαμ Εβανς, δεινός μαραθωνοδρόμος, για να τρέξει στον κλασικό Μαραθώνιο της Αθήνας. Και κάπου εκεί η τελετή στράβωσε για μένα, γιατί κάποιος από τους ομιλητές θεώρησε καλό να επισημάνει την κλασική αναφορά της Βοστώνης σαν την «Αθήνα της Αμερικής», αναφορά βασισμένη στην πνευματική πρωτοπορία της πόλης, πρωτοπορία που σήμερα εκφράζεται από την πληθώρα εκπαιδευτικών ιδρυμάτων. Τι άραγε θα σκεφτεί ο Εβανς βλέποντας τη σημερινή εικόνα του ιστορικού κτιρίου του Πολυτεχνείου στην Πατησίων ή αυτή των υπόλοιπων πανεπιστημιακών κτιρίων της Αθήνας;
Ενα ερώτημα του οποίου την απάντηση δεν θέλω να ξέρω, έχοντας περάσει τη μισή μου ζωή μέσα σε πανεπιστημιακά ιδρύματα της Βοστώνης. Λίγο δύσκολο να εξηγήσει κανείς στον Εβανς τον θεσμικό παραλογισμό του πανεπιστημιακού ασύλου, ενός θεσμού που υπέστη βαριάς μορφής γενετική μετάλλαξη και έγινε το τέρας που καταβροχθίζει όλα αυτά τα οποία δημιουργήθηκε για να προστατέψει.
Επειδή όμως οι παλαβοί είναι είδος εν αφθονία στην Αμερική, μπορεί κανείς να του εξηγήσει ότι οι υποστηρικτές του ασύλου στην Ελλάδα είναι στενοί ιδεολογικοί συγγενείς των φανατικών υποστηρικτών της οπλοκατοχής στην Αμερική, την οποία βλέπουν σαν ασφαλιστική δικλίδα απέναντι σε ένα τυραννικό κράτος, με την ίδια λογική που οι υποστηρικτές του πανεπιστημιακού ασύλου θεωρούν ότι η αστική μας δημοκρατία περιορίζει τη διακίνηση των ιδεών.
Μέχρι εκεί το παλεύουμε. Παραπέρα τα πράγματα δυσκολεύουν σοβαρά, γιατί είναι αδύνατο να εξηγήσει κανείς στον Εβανς την πρόσφατη επιστολή διαμαρτυρίας των 93 καθηγητών της Νομικής του Πανεπιστημίου Αθηνών, χωρίς αυτός να αναρωτηθεί για το κατά πόσο τα έχει χαμένα ο συνομιλητής του. Και αν θέλουμε να τον αποτρελάνουμε, μπορούμε να του παραθέσουμε ως επιδόρπιο τις αντιδράσεις στην είσοδο πριν από μερικά χρόνια ένστολου εκτός υπηρεσίας αστυνομικού στο Πανεπιστήμιο για να συναντήσει την κοπέλα του.
Δύο είναι τα προφανή: αφενός καλό θα είναι να μη δει ο Εβανς αυτή την πλευρά της Αθήνας και να συνεχίσει να θεωρεί τιμητική την αναφορά της Βοστώνης σαν την «Αθήνα της Αμερικής» και αφετέρου ότι δεν μπορεί να συνεχιστεί άλλο αυτή η κατάσταση. Δυστυχώς δεν νομίζω ότι η αντιμετώπισή της αποτελεί προτεραιότητα για τους πολίτες και σίγουρα οι αρμόδιοι υπουργοί την ανέχονται στην καλύτερη περίπτωση και τη σιγοντάρουν στη χειρότερη.
Το πρόβλημα πρέπει και μπορεί να αντιμετωπιστεί. Η Αστυνομία θα πρέπει να κάνει μόνιμη την παρουσία της στους πανεπιστημιακούς χώρους. Η Δημοκρατία μας έχει ωριμάσει αρκετά για να μη φέρει κανέναν από τους συμβολισμούς του παρελθόντος η παρουσία αυτή. Πανεπιστήμια που δραστηριοποιούνται μέσα στο κέντρο της πόλης θα πρέπει να εξετάσουν προσεκτικά την κτιριακή τους διασπορά και τη συγκέντρωση των δραστηριοτήτων τους. Το εμβληματικό κτίριο του ΕΜΠ στην Πατησίων θα πρέπει να αποδοθεί πάλι στην καθημερινή χρήση της κοινωνίας (θεωρώ ότι η επέκταση του αρχαιολογικού μουσείου στο κτίριο αυτό είναι η καλύτερη δυνατή πρόταση σήμερα) και να σταματήσει να αποτελεί ορμητήριο για κάθε είδους «επαναστατική γυμναστική».
Δεν έχω αμφιβολία ότι οι περισσότεροι που θα διαβάσουν τις γραμμές αυτές θα τις θεωρήσουν γραφικότητες ενός ξεκομμένου από την ελληνική πραγματικότητα μετοίκου. Τους καταλαβαίνω απόλυτα και το μόνο που έχω να τους απαντήσω είναι «μακάριοι αυτοί που έχουν χάσει την αίσθηση της κανονικότητας».