Επί ενάμιση χρόνο μοιράζονταν το ίδιο κελί. Πριν από λίγο καιρό, τα στελέχη της πιο παλιάς εφημερίδας της Τουρκίας καταδικάζονταν σε βαριές ποινές με την κατηγορία ότι βοηθούν την τρομοκρατία. Ομως επέστρεψαν στη δουλειά τους την περασμένη εβδομάδα με αποφασιστικότητα και διάθεση για χιούμορ.
«Στο παρελθόν έκανα τη δουλειά με χαμόγελο» λέει ο Ακίν Αταλάι, διευθυντής της εφημερίδας «Τζουμχουριέτ». «Τώρα μορφάζω. Εχω μόνο ένα πρόβλημα» αστειεύεται κάνοντας μια χειρονομία προς τον αρχισυντάκτη Μουράτ Σαμπουντσού την ώρα της σύσκεψης. «Ημασταν μαζί, στο ίδιο κελί, 24 ώρες το 24ωρο. Εχω βαρεθεί να τον βλέπω, αλλά δεν μπορώ να τον ξεφορτωθώ».
Η καλή τους διάθεση δεν μπορεί να καλύψει τη σοβαρότητα της απειλής που δέχονται. Επί 18 μήνες, οι δύο άντρες προσπάθησαν να αντιμετωπίσουν το ομαδικό κατηγορητήριο που απαγγέλθηκε σε 18 εργαζομένους στην εφημερίδα –μεταξύ αυτών διοικητικά στελέχη, δημοσιογράφοι, ένας σκιτσογράφος, λογιστές και δικηγόροι. Εντεκα εξ αυτών έμειναν προφυλακισμένοι επί μήνες, αλλά σιγά σιγά αφήνονται ελεύθεροι.
Το δικαστήριο εξέδωσε μια απόφαση που εξέπληξε τους πάντες. Δεκατέσσερα άτομα από την ομάδα καταδικάστηκαν για εγκλήματα που έχουν σχέση με την τρομοκρατία, ορισμένοι εξ αυτών με ποινές που φθάνουν τα οκτώ χρόνια κάθειρξη. Αφέθηκαν ελεύθεροι λόγω της έφεσης που έχουν υποβάλει, αλλά εάν επικυρωθούν οι ποινές, θα επιστρέψουν στη φυλακή. Οι βαριές ποινές, γράφουν οι «New York Times», προκάλεσαν αντιδράσεις από οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων από όλο τον κόσμο. Στην Τουρκία, θεωρήθηκαν σημάδι ότι ο πρόεδρος Ερντογάν σκοπεύει να συνεχίσει το πογκρόμ των ΜΜΕ που διαφωνούν μαζί του, ιδιαίτερα ενόψει των εκλογών της 24ης Ιουνίου.
Η «Τζουμχουριέτ» αποτελεί μία από τις ελάχιστες εναπομείνασες ανεξάρτητες φωνές στην Τουρκία, όπου η πλειονότητα των ΜΜΕ έχει πλέον συγκεντρωθεί στα χέρια υποστηρικτών της κυβέρνησης. Η εφημερίδα ιδρύθηκε το 1924 και έχει σχεδόν την ίδια ηλικία με το σύγχρονο τουρκικό κράτος. Εχει επιβιώσει πραξικοπημάτων, εκρήξεων και δολοφονιών όλα αυτά τα χρόνια. Γύρω από τα γραφεία της στο κέντρο της Κωνσταντινούπολης η αστυνομία έχει τοποθετήσει οδοφράγματα – προστασία από ισλαμιστές εξτρεμιστές μετά τη δημοσίευση ενός τεύχους του γαλλικού «Charlie Hebdo» ως αλληλεγγύη για την τρομοκρατική επίθεση που δέχθηκε το γαλλικό σατιρικό περιοδικό τον Ιανουάριο του 2015.
Ομως για τους περισσότερους εργαζομένους, οι μαζικές φυλακίσεις και η καταδίκη τόσων συναδέλφων τους για τρομοκρατία ξεπερνούν κάθε προηγούμενη περιπέτεια. «Εχω ζήσει και στρατιωτικά και πολιτικά πραξικοπήματα» λέει ο 82χρονος Ορχάν Ερίντς, βετεράνος δημοσιογράφος και πρόεδρος του ΔΣ του ιδρύματος που διαχειρίζεται την εφημερίδα, ο οποίος έλαβε μία από τις πιο βαριές ποινές –6 χρόνια και 3 μήνες. «Αυτά που βλέπουμε τώρα δεν τα έχουμε ξαναδεί στο παρελθόν. Δεν ξέρω πώς να τα χαρακτηρίσω. Πάντως, νόμος δεν υπάρχει».
Οι ποινές, εξηγεί ο Αταλάι, ήταν η τελευταία προσπάθεια της κυβέρνησης να υποτάξει την εφημερίδα. Είχε δοκιμάσει το οικονομικό εμπάργκο, τη διακοπή των διαφημίσεων και κατόπιν την εξαγορά της από φιλοκυβερνητικούς επιχειρηματίες. «Οταν είδαν ότι δεν μπορούν να επιτύχουν», καταλήγει ο Αταλάι, «μας έβαλαν στη φυλακή».