Τι φρικτή μοναξιά που σου κόβει τα πόδια!
Οταν απροσδόκητα συνειδητοποιείς πως η απόσταση εξατμίστηκε και το πρόσωπο που ‘χες μυθοποιήσει στέκεται δίπλα σου γυμνό …
Τότε ψηλαφίζεις την ερημία σου κι αντιλαμβάνεσαι έκπληκτος ότι δεν είσαι πλέον σε θέση να «παίξεις», δεν μπορείς να μετέχεις στην παιγνιώδη διάσταση της ζωής. Η αφέλεια και η αθωότητά σου έχουν χαθεί ανεπιστρεπτί.
Η λογική αιτιολόγηση που εναποθέτει την ευθύνη της αποκαθήλωσης αποκλειστικά στον παρόντα χρόνο δεν φαίνεται και δεν είναι επαρκής. Σου είναι σίγουρο, τώρα πια, ότι το μακρινό εκείνο πρόσωπο – σύμβολο ουδέποτε κατείχε τόσες και τέτοιας λογής ιδιότητες.
«Κι απ’ την έρμη την απόσταση, παίρνει υπόσταση κάθε γιορτή μου», επιμένει ο Διονύσης Σαββόπουλος. Κι έχει δίκιο.
Γιατί η ζωή είναι ωμή. Ως βασικός μηχανισμός αυτοάμυνας, λειτουργεί η μυθοποίηση των πραγμάτων. Ενδύεται, καλλωπίζεται η ωμότητα και ωραιοποιείται. Αντέχεται έτσι η ζωή. Στεκόμαστε μακριά από εκείνο που μας συγκινεί διότι το πολύ κοντινό, η ανοίκεια εγγύτητα, το καίει, το καταστρέφει.
Το αντίθετο, εμπεριέχει την ύβρη.
Η νέμεση, η τιμωρία μας, είναι ακριβώς αυτή η αποκάλυψη της κενότητας του αντικειμένου του μύθου μας. Η απογύμνωσή του.
Η αδηφάγα στάση να τα καταβροχθίσουμε όλα, εδώ και τώρα, να τα εξηγήσουμε, να μάθουμε ακόμα και το παραμικρό, χωρίς να χορταίνουμε ποτέ, αποδεικνύει μόνο τον πανικό μας.
Ετσι δεν βρίσκεται σήμερα καλλιτέχνης να λατρέψουμε, ποιητής να μας συγκινήσει, έργο να μας εκστασιάσει και να μας παρηγορήσει. Προσωπικότητα αξία του ανεπιφύλακτου θαυμασμού μας. Δεν μπορούμε να διακρίνουμε γύρω μας το θαύμα.
Γιατί θαυμάζω σημαίνει ενέχω το θαύμα, επομένως μπορώ και το αναγνωρίζω, υποτάσσομαι σ’ αυτό, οπότε, είναι δυνατόν να το φτάσω, να το αγγίξω.
Το θαυμάζειν προϋποθέτει την πρωτογενή ενατένιση του κόσμου, τη συνειδητοποίηση της σχετικότητας, το πεπερασμένο των πραγμάτων, άρα και τη δυνατότητα της υπέρβασής τους. Ο θαυμασμός όμως, έννοια ξεχασμένη πλέον και λοιδορούμενη, απαιτεί την παιδική θέαση. Ζητά την ευπιστία και την εμπιστοσύνη μας. Και η ευπιστία δείχνει πως δεν φοβάται κανείς να χάσει, ότι έχει ακόμα αποθέματα και εφεδρείες, πως τολμά να ρισκάρει. Πιστοποιεί δηλαδή την αυτάρκειά μας. Εξάλλου όποιος παίζει αυτός μόνο μπορεί να κερδίσει. Ο αμέτοχος χάνει οπωσδήποτε.
Εμείς, παρ’ όλα αυτά, δεν διανοούμαστε τώρα να παίξουμε. Μεγαλώσαμε. Γίναμε πια σοβαροί. Δεν έχουμε καιρό. Ούτε διάθεση να εμπλακούμε σε κανενός είδους «παιγνίδι». Πουθενά. Και σε κανέναν τομέα.
Αν πρέπει επομένως να προσδοκούμε, να επιθυμούμε κάτι, αυτό είναι να παρουσιαστεί ξανά μπροστά μας η στιγμή της επίγνωσης, της αυτοκάθαρσης. Να γλυκαθούμε βλέποντας ό,τι αγαπήσαμε να παραμένει άφθαρτο και ανεξάντλητο, όρθιο ακόμα πάνω στο βάθρο του.
«Η στιγμή όμως για να παρουσιαστεί, χρειάζεται να δρασκελίσεις μια τρίχα, που δεν είναι ζήτημα θέλησης», ισχυρίζεται ο Γ. Σεφέρης.
Χρειαζόμαστε, δηλαδή να μας δοθεί αυτή η στιγμή, ετούτη η χάρη και η άφεση, για να τολμήσουμε να επιχειρήσουμε το μεγάλο άλμα προς τη μεριά της αθωότητας. Προς την ευλογημένη αφέλεια.
Χτες, ωστόσο, συνάντησα έναν παλιό φίλο, εμβληματική, γοητευτική μορφή του πάλαι ποτέ «επαναστατικού κινήματος», σύμβολο για μένα, σε καιρούς νόστιμους, ο οποίος επιχειρηματολογούσε τώρα με απερίγραπτη σοβαρότητα «για την αδήριτη ανάγκη σωτηρίας μας, για την εύλογη νομοτέλεια» στις επόμενες εκλογές να βγει και να κυβερνήσει η Δεξιά.
Καθώς απομακρύνονταν από κοντά μου, σίγουρος πάντα, ίδιος κι απαράλλαχτος μια ζωή, ένας ασίγαστος διανοούμενος, μού ‘ρθανε τα λόγια του ποιητή της Ρωμιοσύνης: «Οι ήρωες, Θέ μου, πόσο κοντύναν και χοντρύναν» και μια αβάσταχτη θλίψη με κατέκλυσε, όχι για κείνον, τον ανέγγιχτο, τον αδιάβροχο από τον παλιό μας χρόνο, όσο για μένα, που δεν μπορούσα πια να μαγευτώ και να τον αγαπήσω.