Στην πραγματικότητα δεν είχε ποτέ ελπίδες να εκλεγεί αρχηγός της Κεντροαριστεράς. Αυτό δεν τον εμπόδισε όμως να ξεχωρίσει και στα δύο ντιμπέιτ του περασμένου Οκτωβρίου. Στο πρώτο, επειδή αρνήθηκε να θέσει ερώτηση σε κάποιον άλλο υποψήφιο, όπως του ζήτησαν οι συντονιστές. Στο δεύτερο, επειδή ήταν ο μόνος που τάχθηκε κατηγορηματικά εναντίον της παροχής ψήφου εμπιστοσύνης σε μια μελλοντική κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας. Ας κυβερνήσουν με ανοχή, είπε. Ή ας πάρουν την ευθύνη νέων εκλογών.
Τότε είχε αντιμετωπιστεί με κάποια συγκατάβαση. Αουτσάιντερ είναι –θα σκέφτηκαν -, πρέπει κάπως να τραβήξει την προσοχή. Αλλά ο Γιάννης Ραγκούσης είχε σχέδιο. Και το παρουσίασε προχθές ολοκληρωμένο, σε μια εκδήλωση «για το μέλλον της προοδευτικής παράταξης στην Ελλάδα και την Ευρώπη». Χρησιμοποιώντας μερικές λέξεις που έχουν ταλαιπωρηθεί τόσο πολύ, ώστε νιώθει κανείς μερικές φορές ότι πρέπει να επανεφευρεθούν.
Η πιο κακοποιημένη από τις λέξεις αυτές είναι η «πρόοδος». Γι’ αυτό άλλωστε ελάχιστοι πλέον στην Ευρώπη τη χρησιμοποιούν, προτιμώντας να μιλούν για κλειστές και ανοιχτές κοινωνίες, για μεταρρυθμιστές και λαϊκιστές, για φιλελεύθερους και ανελεύθερους, για πολιτικές που ενθαρρύνουν τη συμμετοχή ή αποκλείουν. Στο προσφυγικό ζήτημα, για παράδειγμα, η Ανγκελα Μέρκελ ήταν πολύ πιο «αριστερή» από οποιονδήποτε ευρωπαίο Σοσιαλδημοκράτη. Οι προτάσεις του Μακρόν για τη μεταρρύθμιση της ευρωζώνης είναι πολύ πιο προχωρημένες από εκείνες του Ρέντσι.
Ο όρος «συντελεσμένη προοδευτική παράταξη» λοιπόν, όπου σύμφωνα με τον πρώην υπουργό Εσωτερικών ανήκει το Κίνημα Αλλαγής, είναι παραπλανητικός. Και δεν σημαίνει απολύτως τίποτα. Με ποια λογική είναι «προοδευτικό» ένα κόμμα που συγκυβερνά με τους «μεταφασίστες» (ο όρος ανήκει στον Ντερκ Σούμερ, ανταποκριτή της «Ντι Βελτ» στην Ευρώπη), απεχθάνεται τις ανεξάρτητες Αρχές, τοποθετεί τους δικούς του ανθρώπους σε όλες τις θέσεις-κλειδιά, δαιμονοποιεί τους αντιπάλους του, προσπαθεί να αλώσει τη Δικαιοσύνη, γκρεμίζει τις μεταρρυθμίσεις στην παιδεία;
Το να συνεργαστεί μετεκλογικά το Κίνημα Αλλαγής με ένα κόμμα που εξακολουθεί να έχει τόσο θολή ταυτότητα όσο η Νέα Δημοκρατία παρουσιάζει ασφαλώς πολλά μειονεκτήματα. Και είναι κάτι που θα αποφασιστεί όταν έρθει εκείνη η ώρα, ανάλογα με τα δεδομένα και τις συνθήκες που θα επικρατούν. Γιατί όμως συνιστά εξ ορισμού «προδοσία της προοδευτικής παράταξης»; Δεν βαρεθήκαμε ακόμη αυτές τις βαρύγδουπες και τόσο κενές περιεχομένου λέξεις; Δεν μας δίδαξε τίποτα η χρησιμοποίησή τους από εκείνους που καλλιέργησαν το μίσος και τον φανατισμό;
Ο διάλογος είναι χρήσιμος. Οι αφορισμοί καθόλου. Η ανταλλαγή απόψεων με φίλους και αντιπάλους είναι εποικοδομητική. Οι μεγαλοστομίες περί «μεταπρατικής ολιγαρχίας» είναι κούφιες. Το πρόβλημα δεν είναι ότι ο Ραγκούσης ή ο Μαραντζίδης «συριζοποιούνται», ενήλικοι είμαστε όλοι και ο καθένας κάνει τις επιλογές του. Το πρόβλημα είναι όταν ζητούν από εκείνους που διαφωνούν μαζί τους να κλείσουν τα μάτια και τ’ αφτιά στο όνομα της «προόδου».