Από τις πρώτες ημέρες του 2015 που η αριστεροακροδεξιά μας κυβέρνηση εγκαταστάθηκε στο Μέγαρο Μαξίμου κατέστη σαφές ότι θα ζήσουμε λαμπρές στιγμές υπαρκτού σουρεαλισμού. Μπορεί να μην χορτάσουμε από άρτο, αλλά θα τιγκάρουμε στα θεάματα. Το κωμικό αποτέλεσμα θα παράγεται ερήμην των προθέσεων των κυβερνώντων, δίχως κάτι τέτοιο να μειώνει· τουναντίον, θα επαυξάνει την ένταση και τις συνέπειές του, σαν χειροβομβίδα που εκρήγνυται σε ένα κλειστό δωμάτιο. Αφού θα πεθάνουμε που θα πεθάνουμε, βρε αδερφέ, καλύτερα να πεθάνουμε από τα γέλια. Από μιαν άποψη, είναι αληθινά κρίμα που οι ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ δεν πήραν την εξουσία κατά τον Μεσοπόλεμο, όταν οι σουρεαλιστές, από τον Νταλί έως τον Μπρετόν, σόκαραν τους αστούς με τις φάρσες τους (περιγράφει απολαυστικά τα καμώματά τους ο Λουίς Μπουνιουέλ στην αυτοβιογραφική «Τελευταία πνοή», εκδόσεις Οδυσσέας, 2006) και θα ήταν σε θέση να εκτιμήσουν το ζοφερό χιούμορ αυτής της κυβέρνησης. Από την άλλη, πάλι, ίσως να μην το εκτιμούσαν και τόσο. Ισως να ένιωθαν φθόνο που κάποιοι άξεστοι βαλκάνιοι, ακαλλιέργητοι, κατάφεραν σχεδόν έναν αιώνα αργότερα να υλοποιήσουν τις πιο τρελές δικές τους σκανταλιές.
Τα παραδείγματα είναι αμέτρητα –εξού και θα μου επιτρέψετε να σταθώ μονάχα σε τρία από τα πιο πρόσφατα. Καθώς παρακολουθούσα τις προάλλες το «Απώτατο σημείο της ανθρωπότητας» της Εμερ Ρέινολντς, αισθάνθηκα να με πλημμυρίζουν ανάμεικτα συναισθήματα. Αφενός βαθιά εθνική υπερηφάνεια επειδή ένας «δικός μας», ο Σταμάτης Κριμιζής, ήταν ένας από τους αφηγητές της ταινίας ως πρωτεργάτης της αποστολής των δύο «Voyager» πέρα από τις εσχατιές του ηλιακού μας συστήματος, αφετέρου βαθιά εθνική ντροπή επειδή ένας άλλος «δικός μας» τον διαδέχτηκε στη διεύθυνση του Ελληνικού Διαστημικού Οργανισμού (ΕΛΔΟ), εκείνος που –χωρίς να σκάσει το χειλάκι του –ισχυρίστηκε ότι ένας καλόγερος σταμάτησε τον χωροχρόνο ούτως ώστε κάτι καλόγριες να προλάβουν ένα ταξί κι έτσι, με συνοπτικές διαδικασίες, ο νέος διευθυντής απέδειξε πως ο ΕΛΔΟ, εκτός από μαστάρι για άρμεγμα διεθνών κονδυλίων, δεν είναι παρά ένα κυβερνητικό καλαμπούρι. Σχεδόν ταυτόχρονα, ο Πάνος ο Τουρκοφάγος, προκειμένου να διασκεδάσει το φιάσκο με τις γαλλικές φρεγάτες, προβίβασε σε υποναύαρχο το ηρωικό λείψανο της Μπουμπουλίνας (διακρίνω μια κυβερνητική εμμονή με τα λείψανα και θα πρέπει οπωσδήποτε να την κοιτάξουν). Σαν να μην έφθαναν όλα αυτά, ως τελειωτική κατραπακιά, ήρθε ένας άλλος ακροδεξιός βουλευτής από το κόμμα του Τουρκοφάγου, αλλά με ειδίκευση στην Εβραιοφαγία, να απειλήσει για πολλοστή φορά την αριστερή –τρομάρα της –κυβέρνηση, ενσαρκωμένη στο πρόσωπο μιας όμορφης και μορφωμένης βουλευτίνας (κατά δική της εκτίμηση, διότι -όπως θα έλεγε και ο Γούντι Αλεν –ο εαυτός μας είναι κάποιος που μας αγαπάει), ότι θα την ρίξει και θα πάμε σε εκλογές, έτσι και η όμορφη και μορφωμένη δεν του ζητήσει συγγνώμη δημοσίως. Πόσα χτυπήματα πια να αντέξει ο έρμος ο πολίτης σε ένα τετραήμερο;
Πειράζει, αλήθεια; Μήπως και τις πιο σκοτεινές ώρες το έθνος μας δεν κατέφευγε στο γέλιο -δεν χλεύαζε τον Ντούτσε και τον Φύρερ με σκωπτικά τραγούδια στην πρώτη γραμμή του μετώπου, δεν εύρισκε βάλσαμο (και ζέστη) στις θεατρικές αίθουσες με τις επιθεωρήσεις στα χρόνια της Κατοχής; Παρότι θεωρώ εξαρχής αμετροεπή την αναλογία, τείνω να συμφωνήσω. Με μια σημαντική διαφορά. Τότε το γέλιο ξόρκιζε το κακό που μας βρήκε. Σήμερα το ίδιο γέλιο προκαλεί το κακό να έρθει να μας βρει. Αγνοια κινδύνου κρύβεται πίσω από το σημερινό γέλιο. Σαν να παίζουμε κυνηγητό στην αλάνα με τις νάρκες. Αργά ή γρήγορα, θα μας βγει ξινό.