Οι περιπέτειες του γερμανικού έθνους κατά τον Μεσοπόλεμο ασκούν πάντα ιδιαίτερη αισθητική και διανοητική γοητεία. Το πώς η καθημαγμένη από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο αυτή χώρα οδηγήθηκε στον ναζισμό, οι περιπέτειες της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, οι επιπτώσεις του Κραχ του 1929, ο υπερπληθωρισμός, η ανεργία αλλά και ο τρόπος ζωής στον Μεσοπόλεμο αποτελούν ακόμη σήμερα αντικείμενο ποικίλων αναλύσεων αλλά και την πρώτη ύλη για την παραγωγή έργων τέχνης σε όλα τα πεδία. Στα καθ’ ημάς, οι παραλληλισμοί με την κατάσταση της χώρας μας, ακόμη κι αν είναι ενίοτε παρατραβηγμένοι, έδωσαν νέο ενδιαφέρον στη σχετική συζήτηση. Δεν είναι λοιπόν διόλου παράξενο που εκδίδονται τα τελευταία χρόνια πολλά σχετικά έργα (είτε σύγχρονα είτε εποχής). Το ακόμη πιο ενδιαφέρον είναι ότι η κατάσταση στη μεσοπολεμική Γερμανία «πουλούσε» ήδη τα χρόνια εκείνα, ασκώντας μια ιδιαίτερη γοητεία στο φιλοθέαμον και αναγνωστικό κοινό των δυτικών χωρών. Το περίφημο μιούζικαλ Καμπαρέ του Μπομπ Φoς, με τη Λάιζα Μινέλι και τον Μάικλ Γιορκ, βασισμένο σε διήγημα του Κρίστοφερ Ισεργουντ, έκανε καριέρα στις δεκαετίες του ’60 και του ’70, ωστόσο είναι εντυπωσιακό ότι το παρόν βιβλίο του Χανς Φάλαντα είχε ήδη μεταφραστεί και γίνει ταινία στο Χόλιγουντ ένα μόλις χρόνο μετά την έκδοσή του το 1932. Μεσολάβησαν πολλά άλλα που δεν έχουμε εδώ τον χώρο να αναφέρουμε.
Στον προθάλαμοτου ναζισμού
Το Και τώρα, ανθρωπάκο; τοποθετείται χρονικά στη διετία 1930-1932, δηλαδή λίγο πριν από την κατάκτηση της εξουσίας από τους Εθνικοσοσιαλιστές. Ο κεντρικός αντιήρωάς του, ο Πίνενμπεργκ (με το χαρακτηριστικό προσωνύμιο «Μικρός»), μπαίνει στη δράση από την πρώτη σελίδα, όταν αναμένει έξω από ένα ιατρείο την αγαπημένη του Εμα (την επονομαζόμενη σ’ όλο το βιβλίο «Μανάρι»). Αποδεικνύεται ότι η Εμα εγκυμονεί και το ζεύγος αποφασίζει να παντρευτεί και να μετακομίσει σε γειτονική μικρή πόλη της Ανατολικής Πομερανίας όπου εργάζεται ο Πίνενμπεργκ ως λογιστής. Ο γάμος είναι θλιβερός, αλλά οι δυο νέοι αγαπιούνται και ελπίζουν στο μέλλον, όπως όλοι οι νέοι. Από κει και πέρα αρχίζει η περιπέτεια της κοινωνικής τους ενσωμάτωσης. Η πρώτη μεγάλη αγωνία τους, η εξασφάλιση αξιοπρεπούς στέγης, διατρέχει όλο το βιβλίο. Η επισφάλεια επίσης. Γιατί, αντίθετα από τα κλασικά μυθιστορήματα ενηλικίωσης ή μαθητείας που η γερμανική παράδοση τα θέλει να της ανήκουν (προεξάρχοντος του Τα χρόνια της μαθητείας του Βίλχελμ Μάιστερ, του Γκαίτε), εδώ μοιάζει σαν η ενηλικίωση των πρωταγωνιστών να μην οδηγεί σε μια επίπονα αποκτημένη ηθική και κοινωνική άνοδο, αλλά να εμπεριέχει τη σταδιακή φθορά και ταπείνωσή τους.
Η εργασιακή κατάσταση του Μικρού είναι πράγματι επισφαλής και σύντομα θα χάσει τη δουλειά του, ενώ η οικονομική διαχείριση και η εξασφάλιση στοιχειωδώς αποδεκτών συνθηκών διαβίωσης αποτελούν το μόνιμο άγχος της Εμας, πολλώ μάλλον που σύντομα θα γεννηθεί ο «μπόμπιρας». Ο Μικρός, εμφανίσιμος, φιλότιμος και απολύτως ηθικό άτομο απολύεται λοιπόν παρά τις διαρκείς υποχωρήσεις του, καθώς το αφεντικό του προσδοκούσε να τον παντρέψει με την ελάχιστα ελκυστική θυγατέρα του. Ο παλιός του εργοδότης τον ταπεινώνει περαιτέρω και τελικά εμφανίζεται η μητέρα του, ένα είδος κυρίας της νύχτας, που τους καλεί στο Βερολίνο όπου υποτίθεται ότι του έχει βρει δουλειά, στην πραγματικότητα ωστόσο για να τους επενοικιάσει μια κάμαρα και να τους αρμέξει οικονομικά. Η πρεσβύτερη φράου Πίνενμπεργκ, σκιαγραφημένη με τα μελανότερα χρώματα (σε σημείο έλλειψης απόλυτης πειστικότητας) συζεί με κάποιον κύριο αμφιλεγόμενου επαγγέλματος και διοργανώνει στο σπίτι σουαρέ για κυρίους και νεαρές δεσποινίδες, ενώ ο συμβίος της αποδεικνύεται παραδόξως ανοιχτοχέρης, υποβοηθητικός και εξασφαλίζει απασχόληση στον Μικρό. Το ζεύγος θα αποδράσει ωστόσο από το σπίτι όταν η κατάσταση φτάσει στο μη περαιτέρω, θα καταφύγει σε μια αυτοσχέδια κατοικία στο πατάρι ενός κινηματογράφου, θα περάσει τα μύρια όσα από οικονομική και όχι μόνο σκοπιά, ενώ εν μέσω της αύξουσας ανεργίας η θέση του Μικρού στο πολυκατάστημα όπου εργάζεται γίνεται όλο και επισφαλέστερη. Η ατμόσφαιρα της αγωνίας της γερμανικής μεγαλούπολης, οι αυθαιρεσίες της εργοδοσίας αλλά και η αλληλοϋπονόμευση της εργατικής τάξης, οι αύξουσες ανισότητες, η εκπτώχευση μεγάλου μέρους του πληθυσμού, ο χαφιεδισμός και οι διαρκείς πολιτικές εντάσεις –κυρίως μεταξύ Ναζί και κομμουνιστών –κυριαρχούν στο μεγαλύτερο αυτό κομμάτι του βιβλίου. Μέχρι που ο Μικρός χάνει τη δουλειά του μετά και την απόλυση του καλύτερού του φίλου και εργασιακού προστάτη του, λόγω της υπονόμευσής του από έναν άλλο υπάλληλο.
Χωρίς σπίτι και δουλειά η τριμελής πλέον οικογένεια θα ελεηθεί από τον πρώην συνάδελφο και προστάτη που τους παραχωρεί μια εγκαταλειμμένη αγροικία στα περίχωρα του Βερολίνου. Η Εμα εργάζεται πλέον ως μικρομοδίστρα όπου βρει, ο Μικρός περιφέρεται στην πόλη αναμένοντας το επίδομα ανεργίας ή καλλιεργώντας τον λαχανόκηπό τους και κάθε τόσο, στις απολύτως αδιέξοδες στιγμές του βίου, υπενθυμίζουν στους εαυτούς τους ότι τουλάχιστον έχουν την αγάπη τους. Μήνυμα που στον καιρό του θα μπορούσε να ίσως να διαβαστεί ως περισσότερο ελπιδοφόρο από ό,τι σήμερα, με όλη την αναδρομική γνώση που κατέχουμε για όσα ακολούθησαν: την άνοδο του Γ’ Ράιχ στην εξουσία, τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, τον Β’ Πόλεμο, το Ολοκαύτωμα αλλά και την αξιοθαύμαστη μεταπολεμική πορεία ανασυγκρότησης και εκδημοκρατισμού του γερμανικού έθνους. Σε κάθε περίπτωση πάντως ο Φάλαντα σκύβει με ιδιαίτερη συμπάθεια πάνω από τους μικρούς ανθρώπους, αφουγκράζεται τις σκέψεις τους και τις εξωτερικεύει, εκδηλώνει καλοδουλεμένη ενσυναίσθηση για τα παθήματα και την καταστατική τους ανασφάλεια.

Ζωγραφίζοντας τους πρωταγωνιστές
Νέα αντικειμενικότητα και εξπρεσιονισμός
Ανήκοντας ο ίδιος σε μεγαλοαστική οικογένεια του γερμανικού Βορρά –παρά το γεγονός ότι πέρασε κι ο ίδιος μεγάλες περιόδους επισφάλειας, έχοντας εγκαταλείψει από νωρίς το πατρικό του –ο Χανς Φάλαντα αποδίδει μάλλον σχηματικά τα τεκταινόμενα στα εργατικά νοικοκυριά της μητρόπολης. Η περιγραφή του οικογενειακού περιβάλλοντος της Εμας αλλά του Μικρού ξεπερνά κάποια όρια σκληρότητας και στοιχειώδους ευπρέπειας, αναδεικνύοντας μια μονοκόμματη κακία και δυσανεξία. (Καμία λ.χ. από τις δύο επίδοξες γιαγιάδες δεν έχει μια καλή κουβέντα για την εγκυμονούσα Εμα, ο χοντροκομμένος εργάτης πατέρας δεν έχει μια συμβουλή, έστω για τους νιόπαντρους, ενώ κανείς δεν χαίρεται στον γάμο, κανείς δεν κερνάει μια μπίρα). Παρ’ όλα αυτά, γνωρίζει σε βάθος τα κοινωνικά θέματα μιας μητρόπολης σαν το Βερολίνο της εποχής (μεγαλύτερου πληθυσμιακά από ό,τι σήμερα), τον τρόπο λειτουργίας του συστήματος, τη γραφειοκρατία, αλλά και την περίφημη γερμανική ψυχή, με την προσκόλλησή της στην πειθαρχία, την παραγωγικότητα και το γράμμα του νόμου. Οι προϋποθέσεις της αναρρίχησης του Χίτλερ στην εξουσία αναδεικνύονται με επάρκεια, σαν νομοτέλεια που ωστόσο λίγοι τη βλέπουν να υλοποείται ακόμη τότε. Οι πρωταγωνιστές ωστόσο ζωγραφίζονται σαν σκίτσα, με αδρές γραμμές, χωρίς ιδιαίτερο βάθος, ενώ η όποια δράση μπαίνει σε ακριβείς μεν πλην επαναληπτικές λεπτομέρειες. Ενδέχεται βέβαια αυτό να γίνεται από επιλογή του συγγραφέα που προσχώρησε στο λεγόμενο κίνημα της Νέας Αντικειμενικότητας, ένα ρεύμα αντίρροπο προς τον κυρίαρχο εξπρεσιονισμό της εποχής, με εμφανή ρεαλιστικά και νατουραλιστικά στοιχεία, επινοώντας ωστόσο και ποικίλα γκροτέσκα, χιουμοριστικά, υπερβολικά μέσα (γνωστοί εκπρόσωποί του οι ζωγράφοι Οτο Ντιξ, Μαξ Μπέκμαν και Γκέοργκ Γκρος). Η αλματώδης, ασθματική γραφή του απεικονίζει τις ίδιες τις προσωπικές του αγωνίες, τον θυελλώδη τρόπο γραφής του για βιοπορισμό, τον αλκοολισμό του (που έχει μεταφερθεί στο βιβλίο του Ο πότης), αλλά και τα ηθικά του διλήμματα.

Ο χειρισμός της πολιτικής
Τοπογράφος της ανθρωπογεωγραφίας του Βερολίνου
Σε ό,τι αφορά τις πολιτικές προεκτάσεις του βιβλίου, σαν καλός συγγραφέας ο Φάλαντα γνωρίζει να αποφεύγει τις κακοτοπιές. Σατιρίζει μεν τους Ναζί, αλλά ασκεί μια υποδόρια κριτική τόσο ως προς την αναποτελεσματική αμφιθυμία της σοσιαλδημοκρατίας όσο και προς την απλοϊκότητα του προλεταριακού διεθνισμού. Ενδιαφέρον είναι ότι η σχέση του ίδιου με το Ράιχ, αν και πέρασε από κάμποσα κύματα, τελικά του εξασφάλισε μια σχετικά ομαλή διαβίωση στη χιτλερική Γερμανία. Μάλιστα ως ένστολος ταγματάρχης επισκέφθηκε τις σουδητικές (γερμανόφωνες) επαρχίες της τότε κατεχόμενης Τσεχοσλοβακίας, αλλά και τη Γαλλία, επισύροντας την έντονη κριτική του αυτοεξόριστου Τόμας Μαν αλλά και αμερικανών φίλων και θαυμαστών του. Ο Φάλαντα παραμένει ένας από τους ζωντανότερους αναλυτές της γερμανικής κοινωνίας του Μεσοπολέμου από τη σκοπιά του «μικρού» ανθρώπου, του ανέστιου και αποξενωμένου από τα τεκταινόμενα στα χρόνια εκείνα, εκείνου που ως μόνο πρόταγμα έχει τον αγώνα για την επιβίωση. Ταυτόχρονα είναι ένας ενεργός τοπογράφος της ανθρωπογεωγραφίας του Βερολίνου, όπως εκφράζεται εδώ αλλά στο μυθιστόρημά του Μόνος στο Βερολίνο (εκδ. Πόλις).

Hans Fallada
Και τώρα ανθρωπάκο;
Μτφ. Ιωάννα Αβραμίδου
Eισαγωγή: Κώστας Κουτσουρέλης, Εκδ. Gutenberg 2017, σελ. 638,
Τιμή: 23 ευρώ

Hans Fallada
Και τώρα ανθρωπάκο;
Μτφ. Αλεξάνδρα Ιωαννίδου
Εκδ. Μίνωας 2017, σελ. 576,
Τιμή: 17 ευρώ