Μια πρώτη εικόνα (ή την υπόσχεσή της) έπαιρνε κανείς από τα εγκαίνια: τα τραγούδια που ερμηνεύτηκαν, ένα ελληνικό, ένα γαλλικό κι ένα σεφαραδίτικο, θα μπορούσαν λ.χ. να αντιστοιχούν στον πολυπολιτισμικό χαρακτήρα της. Το ρεκόρ δεκαετίας που αντιστοιχούσε στη συμμετοχή 285 εκδοτών από 22 χώρες, ήταν εύκολο να ερμηνευτεί ως δείγμα των αυξητικών της τάσεων. Το μήνυμα του Προέδρου της Δημοκρατίας που αναγνώστηκε κι αναφερόταν στη γαλλική παιδεία του, σαν να επικαλούνταν τον τιμώμενο συμμετέχοντά της. Οπως ίσως έκανε για την εξωστρέφειά της η δήλωση του διευθυντή της περί μιας ανοιχτής προς την κοινωνία διοργάνωσης. Αμέσως μετά, ο δήμαρχος της οικοδέσποινας πόλης θα αφηνόταν στον νέο αέρα που φυσάει τα δύο τελευταία χρόνια σε αυτή τη «μικρή Φρανκφούρτη των Βαλκανίων», ο ομόλογός του από την πρωτεύουσα θα επιχειρούσε να τον στρέψει και προς τα νότια, ενώ ο περιφερειάρχης θα υποσχόταν να διεκδικήσει την αναγκαία χρηματοδότηση για το διάστημα μετά το 2019. Ο υφυπουργός Πολιτισμού θα ανέλυε κατόπιν τους τρεις άξονες της κυβέρνησης για τον χώρο του βιβλίου. Ο μεγαλύτερος θεσμός του, θα έχει, αν ζητηθεί, την προστασία της Βουλής, υποσχόταν ο πρόεδρός της. Κι οι επαγγελματίες του, οι εκδότες π.χ., αφού δεν είχαν ανέβει στο πόντιουμ της τελετής έναρξης της 15ης Διεθνούς Εκθεσης Βιβλίου της Θεσσαλονίκης, καθότι πολυδιασπασμένοι σωματειακά, άκουγαν κάποιοι υπομονετικά, άλλοι όχι και τόσο.

Κάπως έτσι ξεκίνησαν οι εργασίες μιας έκθεσης που διήρκεσε από τις 3 ώς τις 6 Μαΐου και διοργανώθηκε από το Ελληνικό Ιδρυμα Πολιτισμού σε συνεργασία με τη ΔΕΘ-HELEXPO, τον Δήμο Θεσσαλονίκης, τους Συλλόγους Εκδοτών ή τους ανεξάρτητους συναδέλφους τους, με τη στήριξη της Βουλής και υπό την αιγίδα του υπουργείου Πολιτισμού. Ο θεσμός της τιμώμενης χώρας επανήλθε φέτος στη διοργάνωση με την πρόσκληση όχι μόνο μιας, αλλά των περισσότερων από όσες περιλαμβάνει η επικράτεια της γαλλοφωνίας: η γεννημένη στο Αλγέρι Καουτέρ Αντιμί, ο εκ Γουαδελούπης ορμώμενος Ντανιέλ Μαξιμίν, η Ανά Μοΐ από τη Σαϊγκόν, ο Γάλλος Ολιβιέ Γκεζ, καθώς και οι Μπαρμπαρά Κασέν, Μετίν Αρντιτί, Λεσλί Καπλάν, Ντομινίκ Μανοτί, Λορ Μαρσάν και Φρεντερίκ Βορμς, Ζαν-Μπερνάρντ Πουί και Καρίλ Φερέ, Αλιζέ Νταμπέρ και Αν-Λορ Μπριζάκ, δεκάδες λογοτέχνες, διανοητές και άνθρωποι από το χώρο του βιβλίου συμμετείχαν με ορμητήριο ένα περίπτερο 350 τ.μ. σε πλήθος παρουσιάσεων, ημερίδων, συναντήσεων ή και πάνελ.

Στην εκδήλωση με τίτλο «Γιατί η γαλλοφωνία;», ο Ντανιέλ Μαξιμίν έλεγε ότι στις αποικιοκρατούμενες χώρες η αντίσταση συνίστατο και στο «να χρησιμοποιεί κανείς όσα του διδάσκονται για να τα ανατρέψει»· σε ένα στρογγυλό τραπέζι αποτίμησης του Μάη του ’68 από ανθρώπους που τον έζησαν, ο στοχαστής Φρεντερίκ Βορμς τόνιζε πως οι σημερινοί νέοι της Γαλλίας βιώνουν μια πιο περίπλοκη κατάσταση («αλλά το φοιτητικό κίνημα δεν φοιτά»), η συγγραφέας Λεσλί Καπλάν εντόπιζε συνδέσεις με τις σύγχρονες απεργιακές κινητοποιήσεις, ο ιστορικός Γιώργος Στεφανίδης ψηλάφιζε το αποτύπωμα εκείνων των ημερών μέχρι και στον τρόπο που δίδασκε στο πανεπιστήμιο ενώ ο Ολιβιέ Γκεζ, συγγραφέας της «Εξαφάνισης του Γιόζεφ Μένγκελε» (Κριτική), εξηγούσε στην παρουσίαση του βιβλίου του ότι επέλεξε να καταπιαστεί με τον τρομακτικό γιατρό του Αουσβιτς γιατί τα τελευταία χρόνια διαπιστώνει μια «απελευθέρωση της βίας».

Δημοκρατία και Ακροδεξιά

Το κεντρικό αφιέρωμα της έκθεσης είχε τίτλο «Η Δημοκρατία στον 21ο αιώνα» και ομιλίες που δεν έμειναν χωρίς κοινό. Στη συζήτηση «Η άνοδος της Ακροδεξιάς σήμερα» η δημοσιογράφος και ντοκιμενταρίστρια Αντζελίκ Κουρούνη παρατήρησε, όχι ακριβώς αυτονόητα, ότι το κόμμα που η ίδια κινηματογράφησε στην ταινία «Χρυσή Αυγή: Προσωπική υπόθεση» δεν είναι ακροδεξιό ή νεοναζιστικό, αλλά απλώς ναζιστικό, που «δεν έχει επινοήσει τίποτα»· ο ιστορικός Κωστής Καρπόζηλος επισήμανε ότι ηγέτες σαν τον ούγγρο Βίκτορ Ορμπαν παρουσιάζουν την εκλογική τους επιτυχία ως ενδεχόμενο αποτροπής της Ακροδεξιάς κι ο δημοσιογράφος Δημήτρης Ψαρράς εξέφρασε φόβους για την πιθανότητα μιας «Μαύρης Διεθνούς», θυμίζοντας παράλληλα ότι η Ακροδεξιά νομιμοποιείται όταν αναδεικνύονται σε εταίρους κυβερνήσεων κόμματα όπως ο ΛΑΟΣ και οι ΑΝΕΛ. «Η δημοκρατία έχει προβλήματα, έχει όμως και λύσεις και η μόνη εναλλακτική είναι ο πόλεμος» έλεγε σε ένα διεθνές πάνελ ο Φρεντερίκ Βορμς (του οποίου οι «Χρόνιες παθήσεις της δημοκρατίας» κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Πόλις), λίγες ώρες προτού μια ακόμα «πολυεθνική» συζήτηση με τίτλο «Μεταδημοκρατία: Βαίνουμε προς εμβάθυνση ή προς συρρίκνωση των δημοκρατικών θεσμών» προσελκύσει ένα επίσης πολυπληθές κοινό: «Τα τελευταία τριάντα χρόνια γινόμαστε μάρτυρες μιας βαθιάς αντιδημοκρατικής ρωγμής» έλεγε η ανθρωπολόγος Αθηνά Αθανασίου, «παρά τα ελαττώματά της δημοκρατίας, χωρίς αυτήν θα καταρρεύσουμε» έλεγε ο σκανδιναβός συγγραφέας αστυνομικών πολιτικού ενδιαφέροντος Αρνε Νταλ, «μια διακυβέρνηση από επαΐοντες και τεχνοκράτες δεν ελέγχεται από μηχανισμούς δημοκρατικού ελέγχου» σχολίαζε η καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου Ιφιγένεια Καμτσίδου.

Οχι ότι έλειπαν τα επιμέρους αφιερώματα: σε εκείνο με τίτλο «Η προσφυγική εμπειρία» μπορούσε κανείς να παρευρεθεί σε μια συζήτηση όπου η Μυρσίνη Ζορμπά, μέλος του Δικτύου για τα Δικαιώματα του Παιδιού, έλεγε ότι έχουμε να κάνουμε με μια εμπειρία «που δεν αφορά μόνο τους πρόσφυγες, αλλά και εμάς» ή να ακούσει τους ίδιους τους πρόσφυγες να μιλούν για τις αγωνίες και τα όνειρά τους, να απαγγέλλουν ποιήματα ή να συμμετέχουν σε μουσικές περφόρμανς, καθώς και σε εκδηλώσεις που ίσως εξαχθούν σε εκθέσεις του εξωτερικού.

Στη θεματική με τίτλο «Λογοτεχνία και μνήμη» υπήρχαν συζητήσεις με αφορμή τις επετείους των Αρη Αλεξάνδρου, Γιάννη Μπεράτη, Κώστα Καρυωτάκη, Ζωής Καρέλη και άλλων, καθώς και ομιλίες για το «εβραϊκό βίωμα» στον ελλαδικό χώρο. Ο άξονας που καταπιανόταν με τη σχέση «Βιβλίου & Performance», περιλάμβανε και μια εκδήλωση με τίτλο «Θα με βρει η ευτυχία;», όπου ποιητές, ποιήτριες και εικαστικοί επιστράτευαν λόγο, χορό, μουσική ή βίντεο σε μια παράσταση που προϋπέθετε και τελικά διέγειρε τη συμμετοχή του κοινού.

Globish, τα παγκόσμια αγγλικά

Στην παιδική και εφηβική γωνιά, σε ξεχωριστό χώρο φέτος, δεν ήταν λίγες οι φορές που τα παιδιά τραβολογούσαν τους γονείς προς τα βιβλία παρά το αντίστροφο. Το Φεστιβάλ Μετάφρασης, τρίτο στη σειρά, περιλάμβανε στρογγυλά τραπέζια για τη γλωσσική αυτοκρατορία της αγγλικής γλώσσας -όπως έκανε και η Μπαρμπαρά Κασέν στην ομιλία «Η μετάφραση ως μέσο, γνώση των διαφορών», όπου αναφερόταν στα «globish», τα παγκόσμια αγγλικά που κυριαρχούν βλέποντας τις άλλες γλώσσες σαν διαλέκτους. Στο κοινό του 5ου Φεστιβάλ Νέων Λογοτεχνών (σε επιμέλεια της ποιήτριας Κατερίνας Ηλιοπούλου) μπορούσε κανείς να δει φτασμένους λογοτέχνες ή νέους εκδότες να παρακολουθούν με ενδιαφέρον, αλλά και να ακούσει για μια τάση που θέλει τους σύγχρονους «πρωτοεμφανιζόμενους» να κυμαίνονται στην ηλικιακή κατηγορία ακόμα και άνω των πενήντα ετών. Πολύ κόσμο συγκέντρωσαν κατά τα ειωθότα εκδηλώσεις θεσσαλονικιών συγγραφέων, ομιλίες όπως του π. Φιλόθεου Φάρου, παρουσιάσεις βιβλίων σαν το «Η πίπα του Στάλιν» (Κίχλη), όπως και η ημερίδα «Η ψηφιακή μετάβαση του βιβλίου», όπου ανακοινώθηκε ότι από την Εθνική Βιβλιοθήκη της Ελλάδος θα λειτουργήσει σύντομα μια νέα υπηρεσία πρόσβασης σε ελληνόγλωσσα, εμπορικά, ηλεκτρονικά βιβλία.

«Κάθε εκδήλωση βρήκε το κοινό της», έλεγε ο διευθυντής της έκθεσης, δημοσιογράφος των «ΝΕΩΝ», Μανώλης Πιμπλής, επισημαίνοντας την έμφαση της διοργάνωσης στον παρεμβατικό χαρακτήρα, την επιθυμία για μελλοντική συνεργασία με βιβλιοπωλεία που θα φιλοξενούν εκδηλώσεις, τα μικρά όσο και σημαντικά βήματα στο θέμα των διεθνών συνεργασιών (με γάλλους ή ρωσους εκδότες καθώς και με τις εκθέσεις της Φρανκφούρτης ή της Μπολόνια), αλλά και την πρόοδο που σημειώθηκε στο γραφιστικό και αρχιτεκτονικό κομμάτι. Ερώτημα βέβαια παραμένει η ένταξη της έκθεσης στο ΕΣΠΑ από το 2020 κι έπειτα καθώς και η υλοποίηση των εξαγγελιών του υπουργείου Πολιτισμού για νέο φορέα βιβλίου. «Δημιουργείται πάντως η εντύπωση στον κρατικό μηχανισμό ότι η έκθεση αξίζει να στηριχθεί», κατέληγε ο διευθυντής. Το κοινό, με βάση τα μέχρι στιγμής διαθέσιμα στοιχεία, την τίμησε αυξάνοντας φέτος τη συμμετοχή του κατά 10.000 επισκέπτες, το Σάββατο κυρίως και την Κυριακή.

Οι εκτιμήσεις των επαγγελματιών

Συμφωνούσαν άραγε και οι επαγγελματίες; Ο εκδότης της Αγρας Σταύρος Πετσόπουλος έλεγε στα «Πρόσωπα» ότι η κίνηση ήταν ζωηρή, ο κόσμος αγόραζε στοχευμένα, ωστόσο, ο ίδιος διαφωνούσε με τον πληθωρισμό των εκδηλώσεων (φέτος ξεπέρασαν τις 500), ενώ διαπίστωνε ότι πραγματικές διεθνείς ανταλλαγές δεν γίνονται: «Είναι κάτι που προϋποθέτει επαγγελματικές εκθέσεις, ενώ αυτή είναι κυρίως έκθεση κοινού», σχολίαζε. Η συνάδελφός του Εύα Καραϊτίδη από την Εστία έβρισκε την έκθεση φανερά πιο οργανωμένη τα δύο τελευταία χρόνια, τις πωλήσεις αυξημένες, το κοινό ενημερωμένο («σαν κοινό καλού βιβλιοπωλείου») και το θέμα των συνεργασιών λυμένο μάλλον ηλεκτρονικά.

Ο ομόλογός τους από την Κροατία Ιβαν Σέρσεν, επισκέπτης της έκθεσης για έβδομη χρονιά, πίστευε ότι το θέμα των διεθνών συνεργασιών θέλει προσωπική δουλειά: «Είναι αργή διαδικασία, αλλά είναι μια διαδικασία» παρατηρούσε, συμπληρώνοντας ότι φέτος απευθύνθηκε στους γάλλους εκδότες που είχαν δώσει το «παρών». Μεταξύ τους ίσως ήταν κι η Αν-Λορ Μπριζάκ, επικεφαλής των εκδόσεων Signes et Balises (ετοιμάζονται να κυκλοφορήσουν το «Ημερολόγιο ενός τιμονιέρη» του Νίκου Καββαδία), αλλά και υπεύθυνη για την ελληνική συλλογή της Bibliothèque Νationale de France. «Επισκέφθηκα πολλά περίπτερα, πήρα πολλούς καταλόγους, για να αποφασίσω τι θα αγοράσω για την Εθνική Βιβλιοθήκη της Γαλλίας», είπε στα «Πρόσωπα». «Μου έκαναν εντύπωση οι πολλές μελέτες για το Ολοκαύτωμα και οι εκδόσεις ποίησης –υπάρχει πολύ ζωντανή σκηνή. Γενικά έγιναν αρκετές συναντήσεις ελλήνων και γάλλων εκδοτών. Τα ινστιτούτα έχουν κάνει πολλή δουλειά κι η έκθεση την βελτιώνει».

«Είχα χρόνια να έρθω, αλλά συνάντησα ζωντάνια κι εμπλοκή του κόσμου στις συζητήσεις –σαν να έχει εκπαιδευτεί πια το κοινό», έλεγε η συγγραφέας Αμάντα Μιχαλοπούλου, που πέρα από την παρουσίαση του βιβλίου της «Μπαρόκ» (Καστανιώτης) ήρθε στη Θεσσαλονίκη αποζητώντας και την επαφή με τους αναγνώστες. «Ηταν αυτό που αγαπάμε, ένας χώρος γεμάτος λέξεις, με έντονη αλληλεπίδραση μεταξύ των ανθρώπων του βιβλίου και του κοινού», έλεγε για την πρώτη της φορά στην έκθεση η Ελένη Στελλάτου, της οποίας η συλλογή διηγημάτων «Το κόκκινο και το άσπρο» κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Πόλις. «Είναι ωραίο να εντείνεται διαρκώς ο διεθνής χαρακτήρας της έκθεσης», κατέληγε. «Να μην κινούμαστε σε ένα περίκλειστο χώρο. Να ρίχνουμε νήματα προς τα έξω».