Μεγάλωσα σε μία εποχή που επειδή οι πηγές της ειδησεογραφίας ήταν επιεικώς στοιχειώδεις οι ειδήσεις αποκτούσαν μυθικές διαστάσεις. Και ένα μυθικό μέρος για εμάς (σε μια ηλικία που τα παιδιά δεν είναι πια εντελώς παιδιά αλλά ούτε και ξέρουν τι ακριβώς είναι) ήταν οι Κάννες. Ανεξαρτήτως φεστιβάλ. Ή, μάλλον, εγώ τουλάχιστον είχα την εντύπωση ξεφυλλίζοντας τα κοσμοπολίτικα περιοδικά ότι εκεί γινόταν μια γιορτή του σινεμά που δεν σταματούσε ποτέ, οι γυναίκες από το πρωί μέχρι το βράδυ κυκλοφορούσαν με τουαλέτες και οι άνδρες πήγαιναν με σμόκιν ακόμη και στο γραφείο τους. Αν και βαθιά μέσα μου πίστευα ότι στις Κάννες δεν υπάρχουν γραφεία, αφού οι άνθρωποι όλη την ημέρα διασκεδάζουν. Αυτά έβλεπα στις φωτογραφίες, αυτά καταλάβαινα. Εξάλλου ήταν η εποχή που ο διεθνής κινηματογράφος αποτελούσε το μοναδικό «εργοστάσιο» παραγωγής σταρ και αισθητικών προτύπων και συντηρούσε και άλλες βιομηχανίες αφού είχα κούκλα, εκτός από Αλίκη Βουγιουκλάκη, και Κλάουντια Καρντινάλε και Ροσάνα Ποντεστά.
Στον μύθο συντελούσε και ο απόηχος που κρατούσε ακόμη από το θρυλικό ελληνικό γλέντι της Μελίνας όταν πήρε το βραβείο ερμηνείας για το «Ποτέ την Κυριακή» αλλά και η πρόσφατη, τότε, παρουσία, εκτός συναγωνισμού, της Ζωής Λάσκαρη με το φόρεμα – δίχτυ που στη σημερινή μιντιακή αργκό θα λέγαμε ότι «προκάλεσε εγκεφαλικά».
Αυτά μου ήρθαν στο μυαλό διαβάζοντας την εισαγωγή στην ανταπόκριση του Γιάννη Ζουμπουλάκη για το «πριν», το «κατά τη διάρκεια» και το «μετά» των Καννών. Και σκεφτόμουν πως, περνώντας τα χρόνια, τα γεγονότα συμπιέζονται τόσο πολύ μέσα στα χρονικά όρια της διάρκειάς τους, ώστε απεμπολούν την δυναμική της μυθοποίησής τους. Οι Κάννες για το πλατύ κοινό θα τελειώσουν το βράδυ της απονομής. Και ύστερα από έξι μήνες, ακόμη και οι επαγγελματίες περί το σινεμά ίσως να χρειάζονται και ένα δυο δευτερόλεπτα για να θυμηθούν ποιοι βραβεύτηκαν. Εν τω μεταξύ, θα έχει γίνει το Φεστιβάλ της Βενετίας.