Η χώρα έχει πληρώσει πολύ ακριβά την απροθυμία όλων των κυβερνήσεων που ανέλαβαν τα ηνία της κατά τη διάρκεια της κρίσης να ολοκληρώσουν το πρόγραμμα χωρίς παλινωδίες, καθυστερήσεις και αναβολές. Εμφανίστηκαν απρόθυμες, δηλαδή, να ενεργήσουν με το αίσθημα ευθύνης και την αίσθηση του κατεπείγοντος που ενήργησαν στα χρόνια των δικών τους Μνημονίων οι κυβερνήσεις στην Πορτογαλία, την Ιρλανδία και την Κύπρο. Ακόμη χειρότερα, οι ελληνικές κυβερνήσεις κατέφευγαν συχνά σε «χατζηαβάτικες» πρακτικές ελπίζοντας πως έτσι θα ξεγελάσουν τους δανειστές.
Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ δεν ξεφεύγει δυστυχώς και από αυτόν τον κανόνα. Μολονότι δεν έχει απέναντί της ένα αντιμνημονιακό μέτωπο να την πολεμά σφόδρα, αποφεύγει να αγγίξει τα προαπαιτούμενα, 88 τον αριθμό, που οφείλει να εκτελέσει για να κλείσει η αξιολόγηση. Φαίνεται να πιστεύει για ακόμη μία φορά ότι η λύση είναι πολιτική, ότι η ολοκλήρωση της αξιολόγησης εξαρτάται από την υποτιθέμενη διαπραγματευτική της δεινότητα, ενώ ξεχνά ότι η όποια διαπραγμάτευση δεν μπορεί να γίνει με όρους ανατολίτικου παζαριού.
Ξεχνά επίσης ότι η πολιτική δεν είναι μόνο λόγια, υποσχέσεις και συνθήματα. Είναι –κυρίως –σκληρή δουλειά. Η περιλάλητη έξοδος επομένως δεν μπορεί να επιτευχθεί χωρίς σηκωμένα μανίκια, χωρίς συνέπεια, χωρίς μεθοδικότητα και πρόγραμμα. Τα λόγια έχουν κοστίσει πολύ στην ελληνική κοινωνία. Το ίδιο έχουν κοστίσει και τα συνθήματα. Γιατί όλα αυτά τα χρόνια, και τα συνθήματα και τα λόγια έχουν αποδειχθεί κούφια.