Η ανάλυση γενετικού υλικού από εκατοντάδες ανθρώπους που ζούσαν στην Ευρασία πριν από 200 έως 7.000 χρόνια, αποκάλυψε ότι αρκετοί από αυτούς, ήδη προ τουλάχιστον 4.500 ετών, είχαν μολυνθεί με τον ιό της ηπατίτιδας Β (ΗΡΒ).
Πρόκειται για τον αρχαιότερο ιό που έχει βρεθεί μέχρι σήμερα να έχει μολύνει τους ανθρώπους και μάλιστα οι επιστήμονες κατάφεραν, μετά από αρκετές χιλιάδες χρόνια, να «αναστήσουν» μερικά αρχαία στελέχη του στο εργαστήριο. Μέχρι σήμερα το αρχαιότερο DNA ιού που είχε βρεθεί σε άνθρωπο και μελετηθεί, ήταν μόλις 450 ετών στην Ιταλία.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον δανό παλαιογενετιστή δρα Έσκε Βίλερσλεβ του Πανεπιστημίου της Κοπεγχάγης, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό “Nature“, ανέλυσαν δείγματα DNA από σκελετούς 304 κατοίκων της κεντρικής και δυτικής Ευρασίας και βρήκαν στα οστά 25 από αυτούς ίχνη μόλυνσης από τον ιό ΗΡΒ, στη διάρκεια μιας μεγάλης περιόδου πριν από 820 έως 4.500 χρόνια. Αποδείχθηκε έτσι ότι η ηπατίτιδα Β είχε εξαπλωθεί στην Ευρώπη και στην Ασία ήδη από την Εποχή του Χαλκού.
Σήμερα περίπου 257 εκατομμύρια άνθρωποι έχουν χρόνια λοίμωξη από τον ΗΡΒ, ο οποίος μεταδίδεται μέσω του αίματος ή των γεννητικών υγρών, ενώ σχεδόν 890.000 ετησίως πεθαίνουν από επιπλοκές λόγω της νόσου, κυρίως καρκίνου του ήπατος. Έως τώρα η προέλευση και η εξέλιξη του ιού της ηπατίτιδας Β έχει παραμείνει ασαφής.
Η νέα γενετική μελέτη αποτελεί ένα βήμα για να πέσει φως στην εξελικτική ιστορία του ιού. Η ανακάλυψη στο μέλλον και άλλων αρχαίων γενετικών αλληλουχιών του ιού, που σήμερα έχουν πια εξαφανισθεί, θα βοηθήσει να υπάρξει μια πιο καθαρή εικόνα.
Μια άλλη ερευνητική ομάδα, υπό τον Γερμανό παλαιογενετιστή Γιοχάνες Κράουζε του Ινστιτούτου Μαξ Πλανκ για την Μελέτη της Ανθρώπινης Ιστορίας στην Ιένα, που επίσης μελετά την προϊστορία του ΗΡΒ αναλύοντας αρχαίο DNA, ανέλυσε δείγματα από τα δόντια 53 σκελετών που ζούσαν στη Γερμανία και βρήκε ότι τρεις είχαν μολυνθεί από τον ιό: ο ένας ζούσε πριν από περίπου 1.000 χρόνια, ο δεύτερος πριν από 5.300 και ο τρίτος πριν από 7.000 χρόνια.
Ο Κράουζε δήλωσε στους «Τάιμς της Νέας Υόρκης» ότι επρόκειτο για εκτεταμένη και προχωρημένη λοίμωξη, που θα πρέπει να συνέβαλε στο θάνατο των ασθενών. Η σχετική δημοσίευση θα παρουσιασθεί στο περιοδικό βιολογίας eLife. Οι γερμανοί ερευνητές θα ψάξουν τώρα για ίχνη του ιού ακόμη πιο πίσω στο παρελθόν, σε σκελετούς Νεάντερταλ, καθώς εικάζουν ότι ο ιός ΗΡΒ «πήδησε» από τους πιθήκους στους ανθρώπους πριν αρκετές χιλιάδες χρόνια στην Αφρική.
Οι Σκύθες των στεπών
Σε μια δεύτερη μελέτη στο “Nature“, ο Βίλερσλεβ και οι συνεργάτες του παρουσίασαν την ανάλυση του γονιδιώματος 137 ανθρώπων που ζούσαν από το 2.500 π.Χ. έως το 1.500 μ.Χ. στις στέπες της Ευρασίας, μια τεράστια περιοχή που καλύπτει έκταση περίπου 8.000 χιλιομέτρων από την Ουγγαρία και τη Ρουμανία ως τη βορειοανατολική Κίνα και τη δυτική Μογγολία.
Τα αρχαία αυτά γονιδιώματα συγκρίθηκαν με το DNA 502 σύγχρονων ανθρώπων από την Κεντρική Ασία, τη Σιβηρία και τον Καύκασο. Η σύγκριση ρίχνει φως στην ιστορία των πληθυσμών της ευρύτερης περιοχής, ιδίως των σκυθικών, δείχνοντας πώς οι νομαδικοί κτηνοτροφικοί λαοί της Εποχής του Χαλκού μεταμορφώθηκαν στους κατοπινούς τρομερούς ιππείς πολεμιστές.
Σύμφωνα με τη μελέτη, οι ιρανόφωνοι Σκύθες της εποχής του Σιδήρου -οι οποίοι κυριάρχησαν στις ευρασιατικές στέπες μεταξύ του 800 και του 200 π.Χ.- είχαν τριπλή καταγωγή: από νομάδες της Ύστερης Εποχής του Χαλκού, νεολιθικούς Ευρωπαίους γεωργούς (κυρίως Ούγγρους) και κυνηγούς-τροφοσυλλέκτες της νότιας Σιβηρίας. Αργότερα οι Σκύθες αναμίχθηκαν με νομάδες των ανατολικών στεπών και τελικά μετακινήθηκαν ακόμη πιο δυτικά κατά τον δεύτερο ή τρίτο αιώνα π.Χ.
Κατά τον μεσαίωνα, οι πληθυσμοί αυτοί αναμίχθηκαν με άλλες ανατολικοασιατικές ομάδες, με αποτέλεσμα οι ευρασιατικές στέπες να μεταμορφωθούν από κατ’ εξοχήν τόπο κατοικίας ανθρώπων με δυτικο-ευρασιατική καταγωγή, οι οποίοι μιλούσαν ινδοευρωπαϊκές γλώσσες κυρίως ιρανικής προέλευσης κατά την πρώτη και δεύτερη χιλιετία προ Χριστού, στη σημερινή επικράτηση κυρίως πληθυσμών ανατολικο-ασιατικής καταγωγής με τουρκο-μογγολικές γλώσσες.
Οι ερευνητές εξάλλου «χρεώνουν» στις κατοπινές μετακινήσεις αυτών των λαών τη βουβωνική πανώλη που πήρε μεγάλες διαστάσεις την εποχή του βυζαντινού αυτοκράτορα Ιουστινιανού. Ως πιθανότερη πηγή της επιδημίας από το βακτήριο Yersinia pestis θεωρείται η περιοχή Σινγιάνγκ της Κίνας, ενώ η μετάδοσή της προς το Βυζάντιο και τη Δύση γενικότερα έγινε μέσω του «Δρόμου του Μεταξιού».