Πότε αρχίζει και πότε τελειώνει μια ιστορία; Ποιο είναι το ειδικό βάρος της μνήμης, της υποχρεωτικής λήθης, της παραμόρφωσης των αναμνήσεων; Μπορείς να κινείσαι ανάμεσα σε δυο κόσμους, διττός σχεδόν εξ ορισμού και στο τέλος να τη γλιτώσεις; Και τι συμβαίνει σ’ αυτούς που περιδιαβαίνουν την αφήγηση, που παντρεύονται, ερωτεύονται και πεθαίνουν, που εξεγείρονται και καταθέτουν τα όπλα, θρέφοντας τις ιστορίες με τη ζωντανή σάρκα τους, ποτίζοντάς τες με το αίμα τους, μέχρι την τελευταία σελίδα του βιβλίου; Οι ήρωες δεν πρέπει ν’ αφανιστούν μες στον στρόβιλο της Ιστορίας. Το μυθιστόρημα θα μιλήσει για λογαριασμό τους. Κι αυτό συμβαίνει κυριολεκτικά στην περίπτωση του Αραμπέσκ. Για μένα που διαβάζω το βιβλίο επιτέλους στα ελληνικά, τριάντα δύο χρόνια μετά την πρώτη του έκδοση στα εβραϊκά –το είχα διαβάσει πρώτα στην αγγλική και μετά στη γαλλική μετάφραση -, είναι σαν να το ανακαλύπτω ξανά στην εξαιρετική μετάφραση της Χρυσούλας Παπαδοπούλου.
Στα εβραϊκά
Ο Αντόν Σαμάς, γεννημένος στο χωριό Φασούτα στη Γαλιλαία στα σύνορα με τον Λίβανο, σε μια οικογένεια αράβων καθολικών που ενάμιση αιώνα πριν έχοντας ξεκινήσει από τη Συρία, κατέληξαν εκεί ύστερα από εκτοπίσεις και διωγμούς, διάλεξε τα εβραϊκά, τη γλώσσα μητριά, για να γράψει το Αραμπέσκ. Είναι ο πρώτος Παλαιστίνιος που δημοσίευσε μυθιστόρημα στα εβραϊκά. Η έκδοση του βιβλίου το 1986 προκάλεσε ένα ισχυρό σοκ στην ισραηλινή κοινωνία. Μεταφράστηκε σε πολλές γλώσσες και σήμερα, τρεις δεκαετίες αργότερα, θεωρείται ένα από τα μεγάλα αριστουργήματα της εβραϊκής λογοτεχνίας.
Γιατί έγραψε το βιβλίο στα εβραϊκά; «Μια μέρα όταν ήμουν μικρός στη Χάιφα», διηγείται ο Σαμάς, «με έστειλαν να πάρω πασατέμπο. Σ’ όλο τον δρόμο επαναλάμβανα μέσα μου τη φράση που έπρεπε να πω στον μπακάλη γιατί δεν ήξερα τη γλώσσα, στο σπίτι μας μιλούσαμε αραβικά. Την είχα μάθει απέξω αυτή τη φράση. Τη λέω στον μπακάλη κι εκείνος μπροστά στο σακί με τον πασατέμπο σκύβει και με ρωτάει κάτι. Δεν κατάλαβα κι έμεινα να τον κοιτάζω σαν χαζός. Με ρώτησε αν ήθελα τον πασατέμπο με αλάτι ή χωρίς αλάτι. Μέσα μου ορκίστηκα να μάθω τα εβραϊκά καλύτερα από τους Εβραίους». Βέβαια αυτή είναι η ανεκδοτολογική εξήγηση. Ο Σαμάς εξηγεί: «Λέω την ιστορία τους (των Παλαιστινίων) στο ακροατήριο (Ισραηλίτες) που πρέπει να την ακούσει στη δική του γλώσσα». Γράφει στα εβραϊκά χωρίς να τυφλώνεται από εκδικητικότητα, ούτε να εφησυχάζει με μια απλοϊκή αντιπαράθεση καλών και κακών.
Το κράτος του εχθρού
Παλαιστίνιος αλλά όχι μουσουλμάνος, άραβας καθολικός χωρίς να είναι ο ίδιος θρησκευόμενος, και τέλος πολίτης του Ισραήλ, του κράτους του εχθρού. Αυτή είναι η ταυτότητα του συγγραφέα. Μια ταυτότητα διφορούμενη, προβληματική, που αποτελεί τον κεντρικό πυρήνα του βιβλίου. Αν και χαρακτηρίστηκε ημι-αυτοβιογραφικό ή συγκαλυμμένη αυτοβιογραφία, το Αραμπέσκ ξεπερνάει τις συμβάσεις του είδους, ανακινώντας μια διαδικασία πολύ πιο κοντά στο Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο του Προυστ και στη γραφή ως μέσο αναδημιουργίας του εαυτού. Χρησιμοποιώντας δυο αφηγητές, με γλώσσα άλλοτε λυρική κι άλλοτε λιτή και ξεγυμνωμένη, το μυθιστόρημα είναι μια περίτεχνη τοιχογραφία όπου πάνω της υφαίνονται τα εκατόν πενήντα χρόνια της οικογένειας Σαμάς στο χωριό Φασούτα μαζί με σκηνές σύγχρονες στο Παρίσι και στην Αϊοβα των μεσοδυτικών πολιτειών της Αμερικής. Μέσα από ένα χρονικό διαφορετικών γενιών καθολικών Παλαιστινίων, οι οποίοι έρχονται αντιμέτωποι με διαδοχικούς κατακτητές, φωτίζονται οι τρεις ιστορικές συγκυρίες που κάθε φορά σημάδεψαν και συνέτριψαν τη ζωή στη χωριό: η αραβική εξέγερση του 1936-37, ο πόλεμος του 1948, και η περίοδος μετά τον πόλεμο των Εξι Ημερών. Προσωπικές ιστορίες και ιστορικά γεγονότα γλιστρούν σε μια ενιαία αφήγηση και μια από τις μεγάλες αρετές του βιβλίου είναι ότι μας δείχνει πώς η μεγάλη Ιστορία χτίζεται πάνω στις συνηθισμένες ζωές και πώς είναι δεμένη άρρηκτα με τους ανώνυμους ανθρώπους. Επιπλέον, τα ταξίδια του ενός αφηγητή, στο Παρίσι και στην Αϊοβα, μοιάζουν να προσφέρουν μια παραπάνω οπτική γωνία, καθώς τα γεγονότα παραμορφώνονται στο μάτι του ξένου, βαρυμένα από προκαταλήψεις, αν και παραδόξως αυτή η παραμόρφωση καμιά φορά προσδίδει έναν απρόβλεπτο φωτισμό.
Το τελευταίο βιβλίο της πολυβραβευμένης Ερσης Σωτηροπούλου «Μπορείς;» (2017) κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη
Μνήμες από τον Ιταλο Καλβίνο
Οταν η ελαφρότητα είναι προσόν
Υπάρχουν βιβλία καλογραμμένα που νιώθεις την εξυπνάδα του συγγραφέα να ξεπηδάει κι όταν τα κλείνεις έχουν τελειώσει, κι άλλα βιβλία επίσης καλογραμμένα που προχωράνε πιο βαθιά, πιο εξαντλητικά, δίνοντας μια πληθωρική αναπαράσταση όλων των όψεων μιας ιστορίας, κι όταν τα κλείνεις, μένεις να σκεφτείς λίγο παραπάνω, αν και νιώθεις ένα βάρος που περισσεύει. Ξαναδιαβάζοντας το Αραμπέσκ θυμήθηκα πολλές φορές τον Ιταλο Καλβίνο και το μάθημά του περί ελαφρότητας. Ο Καλβίνο θεωρούσε την ελαφρότητα προσόν και όχι ελάττωμα για το λογοτεχνικό έργο. Εγραφε επίσης, ότι στους όλο και πιο συνωστισμένους καιρούς που μας περιμένουν, η ανάγκη μας για λογοτεχνία πρέπει να στοχεύει στη μέγιστη συμπύκνωση της ποίησης και της σκέψης. Αυτό ακριβώς είναι το Αραμπέσκ. Ελαφρότητα χωρίς να χάνεται η πυκνότητα. Και ένας προσωπικός άθλος του συγγραφέα του, Αντόν Σαμάς.
Anton Shammas
Αραμπέσκ
Μτφ. Χρυσούλα Παπαδοπούλου
Εκδ. Καστανιώτη 2018, σελ. 320
Τιμή: 18 ευρώ