Ονομάστηκε «Hogarth Shakespeare Project» και ήταν μια ωραία ιδέα. Το 2014 κάποιοι από τους γνωστότερους συγγραφείς του καιρού μας κλήθηκαν να ξαναγράψουν μερικά από τα σπουδαιότερα έργα του Γουίλιαμ Σαίξπηρ, ώστε να εορταστεί με αυτόν τον τρόπο η επέτειος των πεντακοσίων χρόνων από τον θάνατό του. Το γεγονός αυτό έδωσε την ευκαιρία στον Νορβηγό Γιου Νέσμπο, τον σύγχρονο Μίδα της σκανδιναβικής αστυνομικής λογοτεχνίας, να αναμετρηθεί με τον Μάκβεθ –αλλά και με τον ίδιο τον Σαίξπηρ.
Δουλειά με όρεξη
Ο Νέσμπο αποδέχτηκε τη σχετική πρόταση σε μια στιγμή που έμοιαζε λίγο κουρασμένος από την αφήγηση ιστοριών με τον αγαπημένο του ήρωα Χάρι Χόλε κι αν κρίνω από τον όγκο του βιβλίου δούλεψε το συγκεκριμένο πρότζεκτ με τεράστια όρεξη. Απαλλαγμένος από το βασανιστήριο της σύλληψης μιας ακόμα πρωτότυπης ιστορίας, αλλά και από την υποχρέωση να χτίσει μια ακόμα περιπέτεια στηριγμένη σε γρίφους, ανατροπές και τελικές λύσεις, ο Νέσμπο έδωσε τον καλύτερο εαυτό του ως αφηγητής: διασκεύασε τον Μάκβεθ, τοποθετώντας τον στη δεκαετία του ’70 και στη Νέα Υόρκη, όπως ο ίδιος μας είπε στο τελευταίο του πέρασμα από την Αθήνα –στο βιβλίο αυτό δεν είναι σαφές. Χρησιμοποιώντας ως σκελετό της αφήγησής του τις πράξεις του θεατρικού δράματος, ο Νέσμπο αφηγείται τις σαιξπηρικές περιπέτειες μεταβάλλοντας ωστόσο την εσωτερική τους ένταση: υπάρχουν σχεδόν όλοι οι χαρακτήρες και οι πράξεις τους, πλην όμως η διαφορετικότητα του σκηνικού δίνει στον ίδιο τον μύθο μια άλλη διάσταση –ο Νέσμπο διασκευάζει και ανακαινίζει συγχρόνως την ιστορία φωτίζοντάς την (ή, σωστότερα, σκοτεινιάζοντάς την) θεαματικά. Από τον σαιξπηρικό Μάκβεθ κρατά τους ήρωες, ξεγυμνώνοντάς τους στα μάτια του αναγνώστη, που δεν έχει περιθώρια για κρίσεις και διαφορετικές αναγνώσεις, όπως συχνά ο Σαίξπηρ επιτρέπει: οι ήρωες του Νέσμπο παρουσιάζονται χωρίς μυστικά και χωρίς ελαφρυντικά –δεν είναι θύματα της μοίρας, αλλά υπηρέτες του αδίστακτου εγώ τους. Ο Μάκβεθ του νορβηγού συγγραφέα είναι μια πινακοθήκη τεράτων που συναρπάζουν, γιατί είναι θύματα και θύτες συγχρόνως σε ένα παιγνίδι εξουσίας –η εξουσία μοιάζει να είναι για τον Νέσμπο το είδος του ναρκωτικού που δημιουργεί απόλυτο εθισμό: η προσδοκία της εξουσίας είναι ο μόνος σκοπός ζωής που οι βασικοί του ήρωές υπηρετούν. Εξουσιομανείς και αδίστακτοι, αλλά θεαματικοί και ικανοί, οι ήρωές του από τις πρώτες κιόλας σελίδες αντλούν τη δύναμή τους από τον αμοραλισμό τους –ο Νέσμπο δεν κάνει διακρίσεις, αλλά απλά παρουσιάζει τις φιλοδοξίες τους, ως συμπτώματα τις ίδιας αρρώστιας. Ο αστυνόμος Ντάνκαν ζει για την εξουσία κι αντιλαμβάνεται την έννοια της διοίκησης ως ένα παιγνίδι αυλικών, η ιδιοκτήτρια καζίνου Λαίδη κινείται με καύσιμο την οργή του παρελθόντος της προσδοκώντας να κάνει τον κόσμο να υποκλίνεται στο πέρασμά της, ο γκάνγκστερ Εκάτης θρέφεται από τον τρόμο που προκαλεί η παρουσία του κι ο επιθεωρητής Μάκβεθ, πρωταγωνιστής και όχι ήρωας, ξεδιπλώνει τη δική του αλαζονεία διαμέσου μιας επιτυχίας, που δεν αντιλαμβάνεται για ποιον λόγο αξίζει. Ο Νέσμπο τον παρουσιάζει ως πρώην τοξικομανή, που φτάνει στην κορυφή με όπλο το πάθος του για αίμα, αλλά και το δέος που προκαλεί στους γύρω του, ενώ την ίδια στιγμή είναι υποχείριο των βασανιστικών του εσωτερικών φόβων: μωρό και κτήνος ταυτόχρονα.
Μεταφυσική και παιχνίδι
Ο Νέσμπο σέβεται τη σαιξπηρική δραματουργία και βρίσκει τρόπο να χωρέσει στην αφήγησή του ακόμα και λίγη μεταφυσική: δεν λείπουν ούτε οι μάγισσες ούτε οι διαβρωτικές για το μυαλό του πρωταγωνιστή προφητείες τους, μολονότι όλα εξελίσσονται σε έναν κόσμο φρικτά ρεαλιστικό. Ο ίδιος στήνει ένα νεο-νουάρ σκηνικό, γνωρίζοντας πως αρκεί αυτό για να ανανεωθούν και οι ήρωες του Σαίξπηρ, παρότι οι πράξεις τους παραμένουν σε γενικές γραμμές ίδιες. Πειραματίζεται επίσης πολύ γοητευτικά με τον τρόπο της αφήγησης. Πρώτα περιγράφει τις πράξεις των ηρώων του, με τρόπο σκληρά ρεαλιστικό και μετά σου τις εξηγεί: μολονότι μάλιστα οι πράξεις είναι εντυπωσιακές, αυτό που εν τέλει σε καθηλώνει είναι η εξήγησή τους.
Ο Νέσμπο είναι σαν να παίζει πόκερ και με τον αναγνώστη του και με τον Σαίξπηρ. Στον αναγνώστη ανοίγει ένα ένα τα χαρτιά του, ζητώντας από αυτόν να ποντάρει για να συνεχιστεί η παρτίδα: το ξέρεις ότι στο τέλος θα σου πάρει τα πάντα, αλλά είναι αδύνατο να αφήσεις το βιβλίο από τα χέρια σου. Με τον Σαίξπηρ απλά μπλοφάρει: κρατά την ιστορία του για να τη φέρει στα προσωπικά του μέτρα –τη σέβεται γνωρίζοντας όμως πως η αλλαγή της γωνίας της αφήγησης θα δώσει κάτι διαφορετικό. Αυτή τη φορά η ιστορία είναι λιγότερο σημαντική από την αφήγηση κι αυτό για τον Νέσμπο είναι καινούργιο. Νομίζω επίσης ότι η τεχνική της αφήγησης είναι κι ένας φόρος τιμής στην pulp αστυνομική λογοτεχνία με την οποία μεγάλωσε: το βιβλίο ξεκινά με ένα λουτρό αίματος που θα ζήλευε ο Κουέντιν Ταραντίνο. Γρήγορα διαπιστώνεις ότι ο Νέσμπο κινείται με γνώμονα τη σεναριοποίηση της θεατρικής ιστορίας του Σαίξπηρ: ο Μάκβεθ του έχει μια φόρμα κινηματογραφικής αφήγησης, που σε βάζει στον πειρασμό να πιστέψεις πως ο Νορβηγός κλείνει το μάτι στους παραγωγούς του Χόλιγουντ, όμως κι αυτό ακόμα λειτουργεί υπέρ του βιβλίου. Το κοινό στο οποίο ο Νέσμπο απευθύνεται είναι εξοικειωμένο περισσότερο με τη δράση και λιγότερο με τους θεατρικούς μονολόγους.
Ο Νέσμπο τιμά και χρησιμοποιεί τον Σαίξπηρ συγχρόνως. Κάνει το σαιξπηρικό δράμα περισσότερο οικείο στον αναγνώστη του –αναπροσαρμόζει τον Σαίξπηρ, τον φέρνει πεντακόσια χρόνια μπροστά, όχι για να σταθεί απέναντί του, αλλά για να περπατήσει δίπλα του και να σου τον γνωρίσει. Ισως όσοι ξέρουν τον Μάκβεθ θα σκανδαλισθούν, αλλά όσοι δεν τον ξέρουν θα ευχαριστήσουν τον Νέσμπο που τους εξηγεί τις φρικτές ψυχοπαθολογικές παραξενιές του δημιουργώντας απλά την κατάλληλη ατμόσφαιρα.
Διασκευή και υπέρβαση
Ο δημιουργικός σεβασμός του Νορβηγού
Ο νορβηγός συγγραφέας είναι περισσότερο αφοριστικός από ό,τι συνήθως. Οι σκηνές κλείνουν συχνά με συμπεράσματα («ο μόνος πιο προβλέψιμος από έναν ηθικολόγο ή έναν ναρκομανή είναι ένας ερωτοχτυπημένος») –πράγμα που ο Νορβηγός δεν συνηθίζει, πλην όμως κι αυτό είναι αρκετά σαιξπηρικό. Κυρίως είναι ενδιαφέρον ότι η διασκευή του Μάκβεθ ακολουθεί κανόνες που θυμίζουν διασκευές που κάνουν οι μουσικοί σε δίσκους που αγάπησαν: οι επανεκτελέσεις (στη συγκεκριμένη περίπτωση των σκηνών) πρέπει να θυμίζουν το πρωτότυπο, αλλά και να το υπερβαίνουν, να μαρτυρούν περισσότερο και από αγάπη, ένα είδος δημιουργικού σεβασμού. Ο Νέσμπο σού δείχνει σε κάθε ευκαιρία πόσο έχει μελετήσει το σαιξπηρικό κείμενο. Και πόσο ηδονή αισθάνεται να σε μυήσει στη δραματουργία του, αφού όμως σου επιβάλει να περιπλανηθείς σε έναν κόσμο, του οποίου απόλυτος δημιουργός είναι, όπως σε όλα τα μπεστ σέλερ του, πάντα ο ίδιος.
Jo Nesbo
Μακβεθ
Μτφ. Γωγώ Αρβανίτη
Εκδ. Μεταίχμιο 2018, σελ. 632
Τιμή: 17 ευρώ