Μπορεί τα καύσιμα να μη θεωρούνται κοινωνικό αγαθό, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν είναι ζωτικής σημασίας τόσο για την οικονομική λειτουργία μιας κοινωνίας όσο και για την καθημερινότητα των μελών της. Από αυτήν και μόνο την άποψη, η πολιτεία θα έπρεπε να δίνει ιδιαίτερη βαρύτητα στην αγορά των καυσίμων και όχι να αφήνει τους καταναλωτές στο έλεος των επιτήδειων.
Δυστυχώς, συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Σαν έτοιμη από καιρό, η αγορά μετακύλισε ταχύτατα στους καταναλωτές την αύξηση που προκάλεσαν στις τιμές του πετρελαίου οι τελευταίες συγκρούσεις στη Μέση Ανατολή κι ενώ οι καταναλωτές υποφέρουν ήδη τα μέγιστα από τη λαθρεμπορία των υγρών καυσίμων, τη φορολογική επιβάρυνση και τα καπέλα. Ειδικά αυτά τα τελευταία, ως προϊόντα αυθαιρεσίας και μονοπωλιακής λογικής, αποδεικνύουν ότι η αγορά λειτουργεί εντελώς ασύδοτα και χωρίς κανέναν ουσιαστικό έλεγχο. Φαίνεται επίσης ότι το περίφημο Παρατηρητήριο Τιμών δεν αποτρέπει ούτε στο ελάχιστο την κερδοσκοπία.
Μια κυβέρνηση δεν είναι στατιστική υπηρεσία για να παρατηρεί μόνο και να καταγράφει για την ιστορία τα φαινόμενα κερδοσκοπίας. Ειδικά μια κυβέρνηση που θεωρούσε το λαθρεμπόριο καυσίμων μία από τις γενεσιουργούς αιτίες της κρίσης και άφηνε υπονοούμενα για την υποτιθέμενη απροθυμία των προκατόχων της να το πατάξει, όφειλε να είναι διπλά ευαισθητοποιημένη. Οχι μόνο απέναντι στο γεμάτο υποσχέσεις αντιπολιτευτικό της παρελθόν. Αλλά κυρίως απέναντι στους ήδη επιβαρημένους πολίτες, τους οποίους επιβάρυνε επιπλέον επιλέγοντας να τους φορολογήσει αγρίως.