Εάν ήμουν ο νέος προπονητής του Ολυμπιακού, πριν από την (προχθεσινή) επίσημη παρουσίασή μου και με τον κίνδυνο να παρεξηγηθώ, θα έλεγα δυο απλές κουβέντες, που ενώ είναι στοιχειώδεις, δεν συνιστούν κιόλας το αυτονόητον…
Θα έλεγα λοιπόν αυτά που φαντάζομαι πως και ο ίδιος έχει στο μυαλό του και επιθυμεί να τα βροντοφωνάξει προς πάσα κατεύθυνση…
Είμαι Πορτογάλος, αλλά δεν λέγομαι Λεονάρντο Ζαρντίμ, ούτε Μάρκο Σίλβα!
Και επίσης, είμαι προπονητής ποδοσφαίρου, αλλά ονομάζομαι Πέδρο Μαρτίνς και όχι Ερνέστο Βαλβέρδε!
Βεβαίως οι παραλληλισμοί, οι αντιδιαστολές και οι αναγωγές συμβαίνουν παντού και πάντοτε: ο Ολυμπιακός νοσταλγούσε χρόνια και ζαμάνια τον Μπούκοβι, η ΑΕΚ αναζητούσε πάντοτε έναν (σαν τον) Μπάγεβιτς, ο μπασκετικός Παναθηναϊκός έναν tale e quale του Ομπράντοβιτς, οι Σικάγο Μπουλς τον επόμενο Φιλ Τζάκσον και πάει λέγοντας…
Πλάκα πλάκα, δεν θα ήθελα να είμαι ούτε ψύλλος στον κόρφο της Αρσεναλ, που οσονούπω και έπειτα από είκοσι δύο χρόνια θα ψάχνει per mare, per terram τη μετεμψύχωση του Βενγκέρ!
Ακόμη και στην εποχή του ψυχρού επαγγελματισμού και της παγκοσμιοποίησης, οι ομάδες, οι διοικήσεις και οι φίλαθλοι δένονται συναισθηματικά με τα πρόσωπα, πολλώ δε μάλλον όταν αυτά, σε ρόλο ταγών, σφράγισαν εποχές ευημερίας.
Μετά τον Χάσι, τον Λεμονή, τον Γκαρθία και τον Κόντη, ο κλήρος έπεσε στον Μαρτίνς ο οποίος αναλαμβάνει τα ηνία όχι ως Μεσσίας ή ως από μηχανής θεός: ο ρόλος του δεν είναι μεταφυσικός, αλλά καθαρά τεχνοκρατικός.
Ο Μαρτίνς δεν προσελήφθη για να υποδυθεί τον θαυματοποιό ή να παραστήσει τον μάγο, αλλά για να κάνει σωστά και αποτελεσματικά τη δυσκολότερη δουλειά που υπάρχει στον ελληνικό αθλητισμό!
Δεν προσελήφθη επίσης για να αναβιώσει το ποδόσφαιρο του Βαλβέρδε ή την πορτογαλική συνταγή που ούτως ή άλλως έχει μεγάλη πέραση στον Πειραιά.
Προσελήφθη για να είναι ο εαυτός του. Ο καλύτερος δυνατός εαυτός του, όπως κι αν λέγεται, απ’ όπου κι αν κρατά η σκούφια του…