Είπε ό,τι είπε στο δείπνο για την τιμή των όπλων; Το είπε επειδή έπρεπε να το πει –ή μάλλον για να μην πει κάποιος κακεντρεχής ότι τα Γλυπτά έπεσαν θύμα της σφυρίδας; Ή πραγματικά ελπίζει, όπως είπε, ότι τα Γλυπτά του Παρθενώνα θα επιστρέψουν κάποτε για να «αποκατασταθεί η ενότητα αυτού του υπέρλαμπρου λίκνου του πολιτισμού μας»;
Η στιγμή αυτή στην προσφώνηση του Κάρολου και της Καμίλα από τον Προκόπη Παυλόπουλο ήταν ασφαλώς λιγότερο αμήχανη από εκείνη τη φορά που η κάμερα έπιασε τον Κώστα Σημίτη, στο περιθώριο μιας συνόδου κορυφής, να αιφνιδιάζει τον Τόνι Μπλερ ζητώντας του να επιστραφούν τα Γλυπτά επειδή θα «ήταν χρήσιμο» ενόψει των εκλογών. Αλλά είναι εξίσου ενδεικτική της γενικότερης εθνικής αμηχανίας. Το «όραμα της Μελίνας» διαιωνίζεται ως αίτημα. Αλλά οι κληρονόμοι του δεν ξέρουν πού να το θέσουν, σε ποιον να το θέσουν και πώς να το θέσουν. Να διεκδικήσουν με την Αμάλ Αλαμουντίν; Να παρακαλέσουν τον Μπλερ; Να το πουν στον Κάρολο για να το ακούσει στο Λονδίνο η βρετανική κυβέρνηση ή το Βρετανικό Μουσείο; Και ό,τι κάνουν, να το κάνουν ψιθυρίζοντας ή φωνάζοντας;
Η Μελίνα Μερκούρη έδωσε στο αίτημα της επιστροφής των Γλυπτών το βάρος της εθνικής θέσης. Το «όραμά» της προκάλεσε ένα συναίσθημα εθνικής ιδιοκτησίας, μια αίσθηση ότι ένα έργο ανήκει σε έναν λαό περισσότερο απ’ ό,τι ανήκει στην ανθρωπότητα, σε έναν τόπο απ’ ό,τι στον πλανήτη. Η τέχνη ωστόσο επιμένει να είναι οικουμενική –η Αφροδίτη της Μήλου στο Λούβρο συμβολίζει αυτή την οικουμενικότητα όσο οι διάσπαρτοι σε διάφορα μουσεία και ιδιωτικές συλλογές Πικάσο. Κάτι που αξίζει να θυμάται κανείς ώς την επόμενη αμήχανη στιγμή.