Τριανταοκτώ μαχαιριές, μία για κάθε χρόνο που έζησε δίπλα της. Και όταν η πόρτα του διαμερίσματος άνοιξε, διατυπώθηκε αυθόρμητα η ερώτηση από το στόμα του Αστυνομικού, αντικρίζοντας τον γιο, ατάραχο δίπλα στη δολοφονημένη μητέρα του. «Γιατί το έκανες;».
Μα θα έπρεπε ίσως εκείνη την ώρα να στρέψει το κεφάλι του στους γείτονες που έστεκαν εμβρόντητοι πίσω του, βλέποντας το κατακρεουργημένο σώμα μιας γυναίκας, που είχαν μόλις λίγες μέρες να τη δουν στο δρόμο, και να τους πει: «Εσείς που ακούγατε τις προηγούμενες μέρες την μάνα του να φωνάζει βοήθεια, γιατί δεν ειδοποιήσατε την Αστυνομία;»
Κανένας δεν άπλωσε χέρι στο τηλέφωνο και το δράμα έμενε βουβό στο διαμέρισμα, κάθε φορά που η 64χρονη γυναίκα έκλεινε την πόρτα πίσω της γυρίζοντας από τα ψώνια για τα προς το ζην. Όλοι άκουγαν, πολλοί ήξεραν, κανείς δεν ενδιαφέρθηκε και σε μία στιγμή η γυναίκα ίσως να λυτρώθηκε με βάναυσο τρόπο από τη συμβίωση με ένα παιδί το οποίο θεωρητικά θα φρόντιζε όσο καλύτερα μπορούσε, ίσως και νιώθοντας βαριά την ευθύνη για το πώς ο άνθρωπος αυτός ζούσε 38χρόνια, για εκείνους ή αυτά ενάντια στα οποία πολεμούσε όλα αυτά τα χρόνια.
Είπαν ότι είχε ψυχολογικά προβλήματα ο άνθρωπος αυτός που ζούσε στην οδό Ιωνίας στη Νέα Σμύρνη. Είχε περάσει στο πανεπιστήμιο, στη Νομική, αλλά δεν την τελείωσε ποτέ. Ήταν απόγευμα όταν σκότωσε τη μάνα του. Εκείνη βρισκόταν στο κρεβάτι της. Την χτύπησε, την μαχαίρωσε και μετά πήγε έξω να βρει κάτι να φάει. Ο καθένας θα υποστήριζε πώς είχε ψυχολογικά προβλήματα έχοντας μπροστά του ένα περιστατικό όπου ένας γιος σφάζει με μένος τη μάνα του και κάθεται αμίλητος δίπλα της επί τρία μερόνυχτα, χωρίς να ειδοποιεί κάποιον, χωρίς πρόθεση μεταμέλειας, βλέποντας ένα σώμα να λιώνει.
Προβλήματα είχε και μία άλλη γυναίκα 75 χρόνων που πέθανε πριν λίγες μέρες δίπλα σε πουρνάρια στο Υμηττό. Αλλά αυτή η γυναίκα δεν θυμόταν. Είχε άνοια και είχε βγει από το σπίτι της με το μικρό σκυλί για βόλτα. Είχε και άντρα που τη φρόντιζε και την αναζήτησε αμέσως μόλις κατάλαβε ότι βγήκε μονάχη βόλτα στο βουνό. Όμως η γυναίκα, όπως διαπιστώθηκε στις 2 Μαΐου, μερικές δραματικές μέρες μετά την αναγγελία της εξαφάνισής της, αναζητούσε το σπίτι της.
Και εκεί που την βρήκαν νεκρή, και από πείνα και από δίψα, υπήρχαν σπίτια. Και έμαθαν και διάβασαν αργότερα όλοι ότι η γυναίκα πλησίασε σε σπίτια νομίζοντας πως καθένα από αυτά μπορεί να είναι το δικό της. Κρατούσε το σκυλί από το λουρί αλλά κανένας δεν κατάλαβε ότι επρόκειτο για μία γυναίκα χαμένη. Κανένας δεν αναρωτήθηκε αν χρειάζεται βοήθεια, δεν κατάλαβε πως κάθε φορά που η άτυχη 75χρονη πλησίαζε και κοντοστεκόταν έξω από ένα σπίτι κοιτούσε με αγωνία να δει αν της θυμίζει κάτι, αν βγει ο σύζυγός της, να την πάρει από το χέρι.
Ετσι λοιπόν, η γυναίκα έμεινε αβοήθητη, δεν βρέθηκε ένα χέρι να ειδοποιήσει τις Αρχές με ένα τηλεφώνημα, ο σύζυγός έτρεξε όσο μπορούσε, μέρα και νύχτα και το μικρό σκυλί γάβγιζε επίσης μέρα και νύχτα. Και η γυναίκα αυτή πέθανε από την αδιαφορία. Μπορεί και εκείνος ο 88χρονος στην Καλλιθέα προχθές, που πέθανε από τα χέρια τις 56χρονης κόρης του, δεχόμενος απανωτά χτυπήματα με μπαστούνι, να είχε κάποια στιγμή ζητήσει βοήθεια αλλά η φωνή να μην διαπέρασε τους τοίχους του διαμερίσματος.