Εάν δεν υπήρχε η ανασφάλεια που δημιουργεί στον τόπο μας ο Ερντογάν και η τουρκική επεκτατικότητα, ο ευρωπαϊσμός ως ιδεολογία θα βρίσκονταν σε μεγαλύτερη κρίση. Η περίοδος της χρεοκοπίας έχει αφήσει πολύ βαθιές ουλές στο σώμα σημασιών με τις οποίες εμπεδώθηκε η ευρωπαϊκή εμπειρία. Η προ 8ετίας χρεοκοπία ήταν ένα βαθύτατο ρήγμα στο αναπτυξιακό και αξιολογικό συνεχές με το οποίο συγκροτήθηκαν τα ελληνικά αφηγήματα. Η οικονομική ανέλιξη ήταν ταυτόσημη με την αξιακή αναβάθμιση. Γύρω απ’ τις «λαϊκές ανάγκες», την «ανάπτυξη με σχέδιο» (η οποία εκφράζεται με), τα «μεγάλα έργα» (και συμπληρώνεται με) το φαντασιακό «αλλάζουμε την χώρα» κ.ο.κ. διαμορφώθηκε ένα αυστηρό σύστημα αξιών και αξιολογήσεων. Το σπίτι, η αύξηση μισθού, η ένταξη στο κράτος – μαμά, η (με διορισμό) επιβεβαίωση της αγάπης, αποτελούσαν ευρείες εννοιολογικές παραδοχές και υπέδειξαν φιλολαϊκές πολιτικές που ενίοτε απλώς κολάκευαν ορμές.
Ο ευρωπαϊσμός στον τόπο μας εμπεδώθηκε ως μια λογιστική, χρηματική, εισοδηματική δυνατότητα. Επιδοτήσεις, αποζημιώσεις και χρηματοδοτικά προγράμματα. Δεν εμπεδώθηκε ως μια μορφή «μειωμένης» ανεξαρτησίας, που αναθεμελιώνει τη πολιτισμική αυτάρκεια. Ο ευρωπαϊσμός δεν εκλογικεύτηκε ως πεδίο δικαίου, συμπεριφορών, κατανόησης της ταυτότητας, εντός μιας πολυσύνθετης, πολιτικής και πολιτισμικής επικράτειας, αλλά ως κρυμμένο πουγκί που όταν έχεις ανάγκη στα χώνει. Και όποιος πολιτικός καταφέρνει να αποσπά όλο και μεγαλύτερα ποσά (άμεσα διασκορπίσιμα) έχει πετυχημένη ευρωπαϊκή, φιλολαϊκή πολιτική.
Ο οικονομίστικος «ευρωπαϊσμός» δεν μπορούσε ν’ αντέξει στη μεγάλη διάψευση που συνέστησε η χρεοκοπία, η εξατομικευμένη και μαζική ταμειακή κατάπτωση.
Ο τουρκικός μικροϊμπεριαλισμός δημιουργεί την ανάγκη για υποκατάστατα ισχύος. Εστω και με επιβολές (τα Μνημόνια, τις δανειακές συμβάσεις, το απαιτητό χρέος) η Ευρώπη «επιζεί» ως έννοια στον τόπο μας, εργαλειακά, διά του ιστορικού φόβου. Παρ’ όλα αυτά βράζει η υπόγεια αντιπάθεια για το αξιακό φορτίο που έστω με αντιφάσεις και ασυνέχειες έφερε στην ελληνική πραγματικότητα η ευρωπαϊκή εμπειρία. Παροχετεύεται εν μέρει στην πρόσληψη του Προσφυγικού. Είναι άλλωστε εύφορο το λαϊκό έδαφος για εικονογραφήσεις και αναγωγές: εκφραστής του κακού είναι οι «ορδές που μας έρχονται απ’ την Τουρκία», είναι οι «ΜΚ-όδες», είναι το γεγονός ότι δίνουμε «σ’ αυτούς ενώ εμείς δεν έχουμε», είναι ότι η πόλη, οι παιδικές χαρές, «καταλαμβάνονται απ’ αυτούς» κ.λπ. Εντέλει «φταίει η ευρωπαϊκού τύπου ανεκτικότητα».
Στην ακροδεξιά παρεκτόπιση του μέσου πολίτη συντείνει η φήμη. Το κακό κύμα πλησιάζει. «Ακουσα ότι θα τους μεταφέρουν εδώ». Ο φόβος της «αλλότητας» τροφοδοτείται και απ’ τις γλαφυρές περιγραφές κάποιου εγκλήματος, του ληστή που μπαίνει στα υπνοδωμάτια, που ληστεύει μανάβικα, απ’ τις περιγραφές των εγκληματιών που τους αφήνουν και μεταβάλλουν σε ζούγκλα την άλλοτε ειρηνική πόλη, τη διαυγή ζωή σου…Η κινδυνοκρατία είναι μορφή αντιευρωπαϊσμού. Ο ευρωπαϊσμός περνάει κρίση και ως αναφορά και ως σύστημα νοηματοδοτήσεων και ως μνημονικό απόθεμα –πέρα απ’ την εγγενή κρίση του που αφορά τον διεθνή καταμερισμό δυνάμεων, τις ζώνες ισχύος, τους ανερχόμενους ανταγωνιστές, τον ανακαθορισμό του ευρω-ατλαντισμού κ.λπ. Πρόκειται για μια πολλαπλή, «εδώ», ιδεολογική κρίση που θα τη βρίσκουμε συνεχώς στο πολιτικό μπροστά μας.
Ο Δημήτρης Σεβαστάκης είναι
βουλευτής ΣΥΡΙΖΑ Νομού Σάμου και πρόεδρος της Διαρκούς Επιτροπής
Μορφωτικών Υποθέσεων της Βουλής