Ασε με να κάνω λάθος / Μην παριστάνεις το Θεό

Δεν μ’ αρέσουν οι σωτήρες / Δεν γουστάρω να σωθώ

«Ασε με να κάνω λάθος» (1984)

Σύνθεση, στίχοι: Ανδρέας Τσιλιφώνης

Ερμηνεία: Βασίλης Παπακωνσταντίνου

Το τραγούδι «Ασε με να κάνω λάθος» γράφτηκε το 1984 από τον σκηνοθέτη Ανδρέα Τσιλιφώνη για τις ανάγκες της ταινίας του «Η πόλη ποτέ δεν κοιμάται» και η απήχησή του ήταν ασυγκρίτως μεγαλύτερη από την απήχηση της ίδιας της ταινίας. Σύμφωνα με τα στοιχεία που αντλούμε από τον «Ελληνικό κινηματογράφο» των Αγγελου Ρούβα – Χρήστου Σταθακόπουλου (εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα, 2005), η ταινία του Τσιλιφώνη έκοψε στην πρώτη προβολή της 35.256 εισιτήρια, μια επίδοση κάτω του μετρίου, σε μια εποχή που το ντόπιο σινεμά είχε μπει ήδη στο μακρύ τούνελ της απαξίωσης εκ μέρους των θεατών και εμπορικό μπορούσε να θεωρηθεί μονάχα ένα φιλμ που άγγιζε ή υπερέβαινε τις 100.000 (ενδεικτικά την ίδια χρονιά, με 395.374 εισιτήρια, είχε κόψει το νήμα η σπαραχτική «Λούφα και παραλλαγή» του Νίκου Περάκη, ένα μάθημα εθνικής αυτογνωσίας υπό τη λεοντή κωμωδίας). Αντιθέτως το τραγούδι, ερμηνευμένο από τον στιβαρό Βασίλη Παπακωνσταντίνου, που τότε βρισκόταν στο πικ της δημοφιλίας του, γνώρισε εξαιρετική επιτυχία. Καθώς ήταν ένα σπιντάτο ροκ κομμάτι, ξεσήκωνε πολλούς νέους να το χορέψουν, συμπεριλαμβανομένου του τότε 25χρονου υποφαινομένου. Μολονότι επίσης δεν ήταν ένα ευθέως πολιτικό τραγούδι, αλλά ένα ερωτικό κάλεσμα με πλείστα πολιτικά κλεισίματα του ματιού, στην καρδιά της πράσινης ευωχίας (η εντολή στο ΠΑΣΟΚ θα ανανεωθεί έναν χρόνο αργότερα για μία ακόμη τετραετία, παρά το χουνέρι εις βάρος του Κωνσταντίνου Καραμανλή), το κομμάτι ήταν πλήρως εναρμονισμένο με το αντισυμβατικό/απελευθερωτικό πνεύμα εκείνων των ημερών –δεν θέλαμε καμία πατρόνα στο κεφάλι μας –και παραδόξως σήμερα μας ξενίζει ευχάριστα με τους στίχους που προφητεύουν ότι αυτή η αδιαπραγμάτευτη στάση μας μπορεί να έχει και κάποιο ακριβό τίμημα. Είναι εκεί όπου το μαχητικό μέταλλο στη φωνή του Παπακωνσταντίνου λυγίζει, εν είδει λυγμού ή παραδοχής: «Δεν πειράζει αν μετά θα μετανιώσω / Δεν τρέχει τίποτα αν διπλά θα κουραστώ / Δεν με νοιάζει απογοήτευση αν νιώσω / Αφού ξέρω πως έπαιξα κι εγώ». Υποκλίνομαι, Τσιλιφώνη. Σχεδόν αδύνατον το 1984 να προβλέψεις κάτι ανάλογο.

Πρόσφατα ο πολιτικός αναλυτής Κώστας Καρακώτιας συστέγασε τις επιφυλλίδες που δημοσίευσε σχεδόν αποκλειστικά στο «Εθνος» την τελευταία πενταετία σε έναν τόμο υπό τον τίτλο «Πολλαπλές εκπτώσεις – Σχόλια για μια παράδοξη εποχή» (εκδόσεις Ποικίλη Στοά, 2017). Σχηματικά θα λέγαμε ότι είναι η ματιά ενός κεντροαριστερού –ακόμη πιο απλουστευτικά, η ματιά του ορθού λόγου –πάνω σε μια ταραγμένη πολιτική περίοδο που, αν με κάποιον πήρε διαζύγιο, ήταν με τον ορθό λόγο και, αν κάποια πολιτική παράταξη πλήρωσε τη νύφη, την πλήρωσε η Κεντροαριστερά. Υπό αυτές τις συνθήκες, δεν το λες και πόνημα που προορίζεται να σπάσει τα ταμεία. Από την τσιμπίδα του Καρακώτια δεν ξεφεύγει ούτε η Νέα Δημοκρατία –«σαράντα χρόνια ιδεολογικής απουσίας» –ούτε το ΚΚΕ –«παρέμεινε ένα τριτοδιεθνιστικής κοπής κόμμα, ενώ όλα τα ιστορικά δεδομένα άλλαξαν ριζικά» –ούτε Το Ποτάμι –«[δεν] αρκεί η επίκληση της βούλησης του Καλού για να αλλάξουν τα πράγματα στη χώρα» –ούτε η Χρυσή Αυγή –«όλοι αυτοί οι εκατοντάδες χιλιάδες ψηφοφόροι ξέρουν κι όμως ψηφίζουν, και άρα αποδέχονται τις ναζιστικές πρακτικές και ιδέες» -, αλλά, όπως είναι αναμενόμενο, εστιάζει κυρίως πάνω στον αδιαφιλονίκητο πρωταγωνιστή της πενταετίας, τον ΣΥΡΙΖΑ, πριν από τη θλιβερή του μετάλλαξη στο αριστεροακροδεξιό μόρφωμα των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ και καθ’ όλη τη μέχρι τούδε κυβερνητική του θητεία.

Ο Καρακώτιας εντοπίζει ευθύς εξαρχής την «πηγή του Κακού» στην εκλεκτική συγγένεια του ύστερου ΣΥΡΙΖΑ με το πρότερο ΠΑΣΟΚ. «Βίοι παράλληλοι;» αναρωτιέται –και απαντάει καταφατικά, επισημαίνοντας όμως ταυτόχρονα τις κάθε άλλο παρά δευτερεύουσες διαφορές δίπλα στις θεμελιώδεις ομοιότητες. Αντιλαμβάνεται τόσο το ΠΑΣΟΚ όσο και τον ΣΥΡΙΖΑ ως δύο ποπουλιστικά κινήματα (περονικής, θα λέγαμε, ιδιοσυστασίας) που έσπευσαν να εγκαταλείψουν τις ιδεολογικές τους αρχές προκειμένου να πάρουν γεύση από το μέλι. Το ΠΑΣΟΚ του 1974, «ένα σχετικά “κλειστό” ριζοσπαστικό κόμμα, με κάποια σχετική σοσιαλιστική ιδεολογία», μετατράπηκε «σ’ ένα πολυσυλλεκτικό κόμμα, με αρκετά λαϊκιστικά τυπολογικά στοιχεία, το οποίο μάλιστα, ενόψει της επερχόμενης εξουσίας, αφέθηκε, ηθελημένα ή κατ’ ανάγκην, στον ορμητικό, κοινωνικό και πολιτικό, εγχώριο μικροαστισμό». Ο ΣΥΡΙΖΑ του 4%, από την άλλη, αντί να ακολουθήσει τα νάματα του Αντόνιο Γκράμσι, τουτέστιν «να λειτουργήσει ως συλλογικός διανοούμενος του κόσμου της εργασίας και κυρίως ως παιδευτικός μηχανισμός», προτίμησε «να ανέβει στο διαρκώς ογκούμενο κύμα των διαμαρτυρόμενων κοινωνικών στρωμάτων που έχασαν τα πολλαπλά προνόμιά τους […] ενσωματώνοντας στον πολιτικό του λόγο όλα τα αιτήματα και υποσχόμενος στους πάντες τα πάντα». Από τον Γκράμσι στον Καμμένο, ένα τσιγάρο δρόμος. Οπως έλεγε και ο Ανδρέας Παπανδρέου στην Ελσα Παπαδημητρίου, όταν εκείνη διαμαρτυρόταν για το αγοραίο ύφος του Κίμωνα Κουλούρη: «Με τον Κίμωνα πιάνω τα σαραντάρια στις εκλογές, αγάπη μου. Με εσένα, ούτε δέκα».

Είναι ευτύχημα ότι το πόνημα του Καρακώτια, όπου αποτυπώνονται οι ενστάσεις και οι ανησυχίες ενός κεντροαριστερού με πρόδηλη ανιδιοτέλεια, βρίσκεται στους πάγκους των βιβλιοπωλείων ενόσω φουντώνει στη δημόσια σφαίρα η συζήτηση γύρω από την αυθεντική ή προσποιητή μετάλλαξη του ΣΥΡΙΖΑ σε σοσιαλδημοκρατικό κόμμα. Ελπίζω ότι θα επιτρέψετε σε κάτι κουμάσια σαν κι εμάς που δεν έχουμε γεράσει ακόμη τόσο πολύ ώστε να ξεχάσουμε τι έλεγε και πώς συμπεριφερόταν ο ΣΥΡΙΖΑ στους σοσιαλδημοκράτες προ τριετίας (για να μην πούμε προ τριμήνου και πικράνουμε κόσμο) να παρακολουθούμε την όλη συζήτηση με ένα συγκαταβατικό ειρωνικό χαμόγελο. Προς χάριν όμως της κουβέντας και αφού προς στιγμήν αφήσουμε στην άκρη τους εν ενεργεία πολιτικούς, όπως ο Γιάννης Ραγκούσης, ώστε να μην εκτρέψουμε την επιχειρηματολογία σε δίκη προθέσεων, είμαστε έτοιμοι να ακούσουμε την άποψη ενός φίλου μου, του πολιτικού επιστήμονα Νίκου Μαραντζίδη, εκείνου που «έβαλε φωτιά στα τόπια», και να δεχτούμε ότι ναι, αφού όλοι αλλάζουν στο σκληρό σχολείο της ζωής, γιατί να μην έχει αλλάξει ή να δρομολογεί έστω την αλλαγή του και ο ΣΥΡΙΖΑ… Υστερα όμως δεν θα πρέπει να ανοίξουμε την τηλεόραση. Δεν θα πρέπει να δούμε στο βήμα της Βουλής τον Δημήτρη Καμμένο ή τον Κώστα Κατσίκη. Να μη θυμηθούμε ποια κυβέρνηση στηρίζουν αυτοί οι τύποι. Γιατί μετά θα μας πιάσουν πάλι τα γέλια. Θα πάρει ο διάολος τη συζήτηση. Καταπώς λέει και ο λαός μας: έκλασε η νύφη και ο γάμος σχόλασε.