Προέρχομαι από μια οικογένεια που την έχει θερίσει ο καρκίνος. Τελευταίο θύμα ο Κωνσταντίνος μου, πρώτος ξάδελφος στα χαρτιά, στην ουσία ο αδελφός που δεν είχα. Τις μέρες αυτές η είδηση για το εγκληματικό δίκτυο που έκανε αγοραπωλησίες με τη ζωή και τον θάνατο των καρκινοπαθών απασχολεί «τόσο όσο» μια κοινή γνώμη εθισμένη πλέον στη φρίκη της καθημερινής ειδησεογραφίας. Βιασμοί, κακοποιήσεις, βασανισμοί, θάνατοι κάνουν πλέον επιθετικό crash test με τις αντοχές, τις ανοχές και τις ευαισθησίες μας.
Πιστεύω σε μια κοινωνία χωρίς κρεμάλες, λιθοβολισμούς, δημόσιες διαπομπεύσεις, ξυρισμένα κεφάλια κι απαγχονισμούς στην κεντρική πλατεία. Ομως πιστεύω και σε μια κοινωνία όπου η τιμωρία είναι τιμωρία και τα ισόβια ισόβια. Για σωφρονισμό δεν λέω κουβέντα –όχι στην περίπτωση του συγκεκριμένου κυκλώματος. Δεν θα σωφρονιστεί ποτέ αυτός που κλέβει του μελλοθάνατου τα φάρμακα, ποτέ όμως.
Κανείς μας δεν ξέρει αυτοί οι τύποι πώς έζησαν, τι έζησαν, πώς ανατράφηκαν και τι τραύματα σέρνουν. (Ασε που μπορεί και να μεγάλωσαν μες στην τρελή τη χαρά.) Προσωπικά το ιστορικό τους με αφήνει αδιάφορη. Ο,τι και να σου έχει συμβεί, στα σκατά να περπατάς που λέει ο λόγος, δεν καταδικάζεις συνειδητά, ψυχρά και προμελετημένα σε θάνατο τον άνθρωπο που σε εμπιστεύεται να του σώσεις τη ζωή.
Τι έκαναν αυτά τα καθάρματα. Γιατροί, νοσοκόμοι-ες, αποθηκάριοι οργάνωσαν ένα μακάβριο κύκλωμα θανάτου που έκλεβε από τα νοσοκομεία τα πανάκριβα αντικαρκινικά φάρμακα. Το πιο μακάβριο είναι ότι έκλεβαν τη δόση του ασθενούς: αντί να του χορηγήσουν τη συνταγογραφημένη ποσότητα, του έδιναν μόνο το έν τέταρτον και πουλούσαν παράνομα τα τρία τέταρτα.
Πρόσεξε τώρα. Είσαι νοσοκόμος. Εχεις στον θάλαμο έναν καρκινοπαθή που υποφέρει μπροστά στα μάτια σου. Πονάει μπροστά στα μάτια σου –κι όμως μου χαμογελάει αδύναμα. Γιατί σ’ εμπιστεύεται. Οπως σ’ εμπιστεύεται η γυναίκα του που σέρνει τις νύχτες τα εμπριμέ παντοφλάκια στους ψυχρούς διαδρόμους. Η γυναίκα, ο άντρας, ο σύντροφος, το παιδί, η μάνα, ο πατέρας, ο αδελφός, ο σαν αδελφός, ο φίλος. Σε εμπιστεύονται όλοι αυτοί οι άνθρωποι που μισοκοιμούνται σε καρέκλες, που αδειάζουν καλαθάκια σκουπιδιών, που πίνουν πλαστικούς καφέδες, που όλη νύχτα βηματίζουν για να μην τρελαθούν –με εμπιστεύονται.
Κι από την άλλη είσαι εσύ. Ο γιατρός. Ο νοσοκόμος. Ο σωτήρας. Ο δολοφόνος. Γιατί αυτό είσαι. Δολοφόνος, ψυχρός εκτελεστής. Ο καρκινοπαθής είναι αναλώσιμος κι είναι πολλά τα λεφτά Αρη. Πάρα πολλά σ’ αυτό το χρονικό ενός προαναγγελθέντος και προσοδοφόρου θανάτου.
Εμείς τώρα οι υπόλοιποι έχουμε το δικό μας κουσούρι: το εκάστοτε έγκλημα το κόβουμε και το ράβουμε στα μέτρα μας. Οταν πρόκειται για παιδιά, λέμε το βλακώδες «αν δεν είσαι γονιός, δεν καταλαβαίνεις τον πόνο». Εδώ πάλι «αν δεν έχεις χάσει άνθρωπο από καρκίνο, δεν καταλαβαίνεις». Γιατί βλέπεις, πρέπει να έχεις καρκινοπαθή στο σόι σου για να καταλάβεις. Αλλιώς είσαι ανίκανος να αξιολογήσεις την πράξη –μη σου πω δικαιολογείσαι και λίγο που παραμένεις ατάραχος.
Αυτά είναι ανοησίες. Δεν χρειάζεται να είσαι γονιός για να συγκλονιστείς από την τραγωδία του ανήλικου ούτε καρκινοπαθής για να φρίξεις με το κύκλωμα θανάτου. Κοινή λογική χρειάζεται. Κοινή λογική μόνον –ούτε καν ευαισθησία, ανθρωπιά ή καλοσύνη. Το δίκαιο είναι δίκαιο, ο νόμος είναι νόμος και θα εφαρμοστεί ανεξάρτητα από τη δική μας ψυχοσύνθεση ή οικογενειακή κατάσταση. Οταν και αν το καταλάβουμε ποτέ αυτό, τότε ίσως ζήσουμε σε μια κοινωνία πιο ψύχραιμη, πιο οργανωμένη και συνεπώς πιο αγχολυτική.
Και κάτι τελευταίο για το επίμαχο θέμα μας. Να δικαστούν και να τιμωρηθούν όπως τους αξίζει. Ομως όλοι εμείς οι αναμάρτητοι ας αφήσουμε τους δικούς τους ανθρώπους στην άκρη. Δεν τους φτάνει ο πόνος τους, μην τους διαπομπεύουμε κι από πάνω. Δεν μας φταίνε τίποτα τα παιδιά τους. Και θα είναι πια δικό μας το έγκλημα αν στιγματίσουμε αθώους ανθρώπους για την υπόλοιπη ζωή τους.