Ο Τζόρτζιο Μπασάνι, συγγραφέας του βιβλίου «Ο κήπος των Φίτζι Κοντίνι», που έγινε έξοχη ταινία απ’ τον Ντε Σίκα (1970) και πήρε Οσκαρ ξενόγλωσσης, έγραψε κι άλλα μυθιστορήματα και διηγήματα (της Φεράρας) μεταξύ των οποίων και ένα με τον τίτλο «L’ odore del fieno» (1972) που σημαίνει στα ελληνικά «Η μυρωδιά του σανού». Είναι ένας προφητικός τίτλος, τουλάχιστον για την Ελλάδα, όπου πλέον ο σανός διατίθεται δωρεάν σε όλους και σε τεράστιες ποσότητες, ίσως γιατί ο εθνολαϊκισμός πήρε στα σοβαρά τη ρήση του Αριστοτέλη ότι «ο άνθρωπος είναι ον βοσκηματώδες».
Η αλήθεια είναι ότι πράγματι, επί σαράντα χρόνια, βοσκήσαμε με ζήλο πολύ γκαζόν, ή μάλλον τον σανό του πιο σχιζοειδούς προοδευτισμού και συντηρητισμού. Με άπειρα ψεύδη ποτισμένο, στρεβλώσεις της Ιστορίας, αποσιωπήσεις, ταξικές αφέλειες, θυματοποιήσεις, μεσιανισμούς, ταμπού, στιγματισμούς και εξωφρενισμούς –κι όχι μόνο το μασήσαμε αλλά το μηρυκάσαμε κιόλας καλά, για να το ευχαριστηθούμε. Ομως, όπως θα έλεγε και ο Ιταλός Μπασάνι, basta. Τέρμα η απάτη. Τέρμα; Οχι, διότι χωρίς παραγωγή σανού κάποιοι απλώς δεν υπάρχουν.
Και μας δημιουργείται ακόμα η εντύπωση του εξής εξωφρενικού: ότι οι άνθρωποι αυτοί θέλουν να κριθούν όχι για αυτά που κάνανε και που κάνουν, αλλά μόνο γι’ αυτά που λένε. Δεν έχει ξανασυμβεί στην Ιστορία. Αλλά ακόμα και αυτά που λένε κάποιοι εξ αυτών δεν αντέχονται. Και δεν τα λένε όλα για το τι πραγματικά ήθελαν να κάνουν μερικοί (να μας μπουζουριάσουν αλβανικά α λα Χότζα) διότι αν τα πούνε τρομάζουν και οι ίδιοι, οπότε το αποφεύγουν –ενίοτε όμως τους ξεφεύγουν διάφορα διότι η χαρά είναι αβάσταχτη και δεν τους αφήνει. Τις προάλλες οι πολυδαείς Κυρίτσης και Τσιρώνης βγήκαν να υποστηρίξουν τον ισλαμισμό και να καταδικάσουν την κακιά Δύση που δεν τους άφησε να πραγματοποιήσουν τα όνειρά τους πάνω μας. (Μάντρωμα όλων). Υπερασπίστηκαν τον ισλαμισμό σε μια εποχή που η χώρα απειλείται ευθέως από τον ισλαμιστή Ερντογάν και οι μόνοι που μπορούν να μας βοηθήσουν είναι η Δύση και οι σύμμαχοί μας –κάνουνε λες και δεν κυβερνούν αυτοί οι άνθρωποι. Σαν να βρίσκονται κάπου αλλού, μετέωροι, άνευ ευθύνης, και είναι ακόμα στην εξουσία οι αντίπαλοί τους. Πουλάνε αφορολόγητο σαρίκι και ταγκίλα τουρκοφιλίας πιο αυθάδη απ’ της Ρεπούση, ταυτίζοντας την Ευρώπη με τον ναζισμό (αποφεύγοντας να αναφερθούν στον κομμουνισμό, που είναι η άλλη εκδοχή του ολοκληρωτισμού) ενώ είναι η Δύση που κατέρριψε με μεγάλες θυσίες και τις δυο απολυταρχίες και με εκατομμύρια νεκρούς.
Πού βρίσκεται το παλαιστικό σόφισμα; Ξεχωρίζουν το ISIS από τον εν γένει ισλαμισμό, αλλά δεν ξεχωρίζουν τον ναζισμό και τον κομμουνισμό από την εν γένει Δύση, παρά επιπλέον τούς ταυτίζουν με αυτήν –επιλεκτικά με τον ναζισμό. Η επιλεκτική λογική είναι πάντα η ειδικότητά τους. Οπως και η διαστολή του χρόνου κατά Αγιο Πορφύριο. Καλά και κακά όπλα, καλοί και κακοί δολοφονημένοι, καλές και κακές εισβολές. Καλή και κακή ραδιενέργεια. Ραδίκια που αν είναι μολυσμένα ειδικά από το σοβιετικό Τσερνόμπιλ γίνονται πιο νόστιμα. Λουκούμια. Τη μια «ένας γύφτος έκλεψε, όλοι οι γύφτοι φταίνε» και την άλλη «σαράντα γύφτοι μ’ ένα χουλιάρι». Φαίνεται παιδιαριώδες αλλά γι’ αυτούς τους νόες που κρυφο-πολεμούν την Δύση, ενώ φανερο-παρακαλούν ακόμα για λεφτά, είναι αυτονόητα τέτοια εκ του πονηρού παίγνια –πέραν του ότι οι πρώτοι σύμμαχοι των Ναζί δεν ήταν οι Ευρωπαίοι, αλλά οι Σοβιετικοί, το ’39, με το επίσημο Σύμφωνο Ρίμπεντροπ – Μολότοφ. Εκείνοι καταρχήν ταυτίστηκαν μαζί τους, μοίρασαν μεταξύ τους την Πολωνία και παρήλασαν από κοινού κι ενδόξως στη Βαρσοβία. (Μετά άλλαξε, ευτυχώς, το ζάρι).
Αλλά η αποσιώπηση και η διάθεση σανού συνεχίζονται ανελλιπώς –σε λίγο θα ιδρύσουν και κοινωνικά σανοπωλεία σε όλη την επικράτεια. Δωρεάν χορταρικό για όλους –το μόνο κακό είναι πως δεν κράτησαν άχυρο από εκείνο το πολύ νόστιμο, το μαριναρισμένο σε καλή ραδιενέργεια. Αλλά δεν πειράζει, θα κάνουμε την θυσία. Διότι τώρα είναι ισλαμικός σανός, Αλλαχ-όθεν, με κολλαγόνο, ή κωλαγόνο, που βοηθάει κάθε μορφής ιδεοκαταναγκασμό, ενισχύει την άγνοια, ισχυροποιεί την άνοια και την ψύχωση. Μήπως, θα πεις, δεν είναι η Δύση που, νωρίτερα, στήριξε και άνδρωσε τον Χομεϊνί στο Παρίσι –τουλάχιστον ένα κάρο διανοούμενοι της εποχής; Δεν στήριξε ο Σαρτρ (που τα θεατρικά του δοξάστηκαν επί ναζιστικής κατοχής στο Παρίσι) και άλλοι τον μαοϊσμό –το φαινόμενο στην με αυτοκτονικό ιδεασμό Ευρώπη δεν είναι καινούργιο, πάντα θα υπάρχουν πολιτισμικοί colabo με βουλευτικό σκουλαρίκι α λα Κυρίτση. Μήπως ο Ροζέ Γκαροντί, νωρίτερα, δεν το γύρισε στην μπούργκα, μάλλον για ερωτικούς λόγους, που για κάποιους είναι και πιο ισχυρό κίνητρο απ’ την πατρίδα;
Ομως τότε ήταν και κάπως διαφορετικές οι συνθήκες, συγχωρούνταν ακόμα η αφέλεια και το πολιτικό βίτσιο. Αλλά τώρα; Μετά το Ισλαμικό Κράτος, τους αγιατολάχ και τις μαζικές δολοφονίες πολιτών σε ευρωπαϊκό έδαφος, πόσο πρέπει να είναι το μίσος κάποιου για τη Δύση που τον εξέθρεψε, τον ταΐζει και του δίνει δικαίωμα να μιλά εναντίον της, εκσφενδονίζοντας σανό ραντιστά; Στείρο μίσος, βέβαια, για την Ευρώπη και τις κατακτήσεις της εκ του ασφαλούς και με τα λεφτά της. Με τα λεφτά μας. Πώς το λέει ο Ντίνος: «Σε πήρα να μ’ επισκευάσεις κι εσύ με ξεχαρβάλωσες».
Θα πεις: δεν πειράζει. Ηταν μια (ακριβοπληρωμένη) ευκαιρία να πέσουν οι προοδευτικές μάσκες και να δούμε από κάτω την μπούρκα. Τζάμπα οι βιβλιοθήκες που κατεβάσαμε, τα βιβλία που διαβάσαμε. Επιπλέον θέλουν να συνεχίσουν τη διανομή σανού προς κάθε κατεύθυνση. Πλησιάζοντας οι εκλογές, νιώθει κανείς πως τον ετοιμάζουν και σε αχυρόμπαλες. Ετοιμάζουν τις καρότσες. Υπάρχει ήδη η μυρωδιά του σανού στον αέρα, διάχυτη –δεν χρειάζεται να εισπνεύσουμε βαθιά…