Το πολιτικό σύστημα στην Ελλάδα, σκληρά δικομματικό, περνά βιαίως και αναγκαστικά σε πολυκομματικές κυβερνήσεις στην περίοδο της κρίσης. Κυβερνήσεις που σχηματίζονται στη βάση αναγκαστικών ή κυνικών επιλογών, που μοιραία δημιουργούν ένα στρεβλό πλαίσιο, το οποίο με τη σειρά του οδηγεί σε αδυναμία αποτελεσματικής και παραγωγικής διακυβέρνησης. Πρόκειται για συγκυβερνήσεις που δεν στηρίχτηκαν στη βάση ενός κοινού προγραμματικού λόγου ή στην ιδεολογική συγγένεια των κομμάτων που τις συγκροτούσαν. Και είναι αυτή ακριβώς η έλλειψη πολιτικής κριτηρίων και ιδεολογικής συνάφειας, που αντί να εξομαλύνει τις διαφορές, τραυματίζει το δημόσιο βίο και κάνει τον δημόσιο λόγο πολωτικό, επιθετικό έως και διχαστικό, απομακρύνοντας τη συνεννόηση και τις αναγκαίες συναινέσεις.
Είναι σαφές πως αυτό το μοντέλο διακυβέρνησης δεν μπορεί να συνεχιστεί, καθώς έχει δείξει τα περιορισμένα όριά του. Παρ’ όλα αυτά, φαίνεται πως οι κυβερνήσεις συνεργασίας δεν θα αποτελούν στο μέλλον την έκτακτη εξαίρεση, αλλά την κανονικότητα. Ολα δείχνουν ότι ο πολιτικός χάρτης αναδιαμορφώνεται μετά την έξοδο από τα Μνημόνια και εδώ αναζητούνται οι πραγματικές εκλεκτικές συγγένειες, στη βάση των οποίων θα δημιουργηθούν οι νέες κυβερνητικές προτάσεις προς την κοινωνία.
Η δημιουργία του Κινήματος Αλλαγής ήρθε να καλύψει ένα υπαρκτό κενό και να στεγάσει τον «μεσαίο χώρο». Τον χώρο δηλαδή που αγωνιά για την παραγωγική ανασυγκρότηση, τη διατήρηση των κατακτήσεων του ευρωπαϊκού κοινωνικού κράτους, την ενδυνάμωση της κοινωνικής αλληλεγγύης και τη διαφύλαξη του κώδικα των αξιών του πολιτικού φιλελευθερισμού.
Η αναμενόμενη επίθεση φιλίας από τον ΣΥΡΙΖΑ, ανεξαρτήτως του βαθμού σκοπιμότητας, υστεροβουλίας ή ανάγκης, εδράζεται σε μια πραγματική βάση. Αρέσει δεν αρέσει, σε θέματα όπως το Μακεδονικό, τα δικαιώματα του ανθρώπου και του πολίτη, η άμβλυνση των ανισοτήτων, η μέριμνα για τους πιο αδύναμους, η αναγκαιότητα δημοσίων παρεμβάσεων για την αύξηση του έμμεσου κοινωνικού μισθού, οι θέσεις μας βρίσκονται εγγύτερα στις θέσεις του ΣΥΡΙΖΑ από ό,τι της ΝΔ. Κατανοούμε τη σφοδρότητα των αντιδράσεων στο άνοιγμα διαλόγου με τον ΣΥΡΙΖΑ, αφού οι πληγές από την επιθετικότητά του είναι ακόμη τόσο νωπές. Πολιτική όμως με το θυμικό δεν κτίζεται. Ο σημερινός ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι εκείνος του καταστροφικού 2015. Στη βίαιη ωρίμασή του, βεβαίως, οφείλει να οικοδομήσει γέφυρες εμπιστοσύνης. Και βεβαίως πρέπει να αντιληφθεί πως η άτσαλη διαχείριση κρίσιμων θεμάτων, όπως το σκάνδαλο Novartis ή η συνέχιση της επιθετικής ρητορικής, δοκιμάζει την ειλικρίνεια των προθέσεών του.
Από την άλλη, ο κόσμος δεν εξαντλείται γύρω από τον εαυτό μας. Οι μεγάλες αλλαγές που δρομολογούνται στην Ευρώπη κάνουν αναγκαίο τον διάλογο, αλλά και την προσέγγιση των προοδευτικών δυνάμεων μπροστά στην επερχόμενη καταιγίδα του συντηρητισμού και της πρωτοφανούς αύξησης των ακραίων, ανορθολογικών και αντισυστημικών δυνάμεων. Πρέπει να υπερβούμε τον πολιτικό επαρχιωτισμό μας και να δούμε το μεγάλο ευρωπαϊκό κάδρο. Ο διάλογος που εκεί εξελίσσεται δεν γίνεται να μας αφήνει αδιάφορους. Γιατί διαφορετική Ευρώπη επιθυμούν να οικοδομήσουν οι συντηρητικοί, και άλλη Ευρώπη οραματίζονται οι προοδευτικοί ευρωπαϊστές, με διαφορετικές προτεραιότητες, ευαισθησίες, χαρακτηριστικά ή τακτικές.
Είναι τουλάχιστον αντιπαραγωγικό να αρνούμαστε να ξεπεράσουμε το στάδιο του θυμού. Ετσι δεν θα βρεθεί ποτέ ένα modus operandi. Οταν το θυμικό οδηγεί σε εμμονές, μετατρέπεται σε ψύχωση και η ψύχωση διαστρεβλώνει την πραγματικότητα.