Η προσπάθεια της κυβέρνησης να αλλάξει τη διδασκαλία των Θρησκευτικών στα σχολεία προσέκρουσε πρόσφατα στην Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας. Μια μειοψηφία των ανώτατων δικαστών υποστήριξε τη συνταγματικότητα της επίμαχης υπουργικής απόφασης, επισημαίνοντας ότι το Σύνταγμα και οι διεθνείς συμβάσεις δεν υποχρεώνουν τον νομοθέτη να προσδώσει στο μάθημα ομολογιακό χαρακτήρα. Η πλειοψηφία όμως έκρινε, με βάση την αρχή της ισότητας, ότι το κράτος δεν μπορεί, ρυθμίζοντας το περιεχόμενο του μαθήματος των Θρησκευτικών, να στερήσει από τους ορθόδοξους ένα δικαίωμα που αναγνωρίζει σε αλλόδοξους. Για μαθητές Μουσουλμάνους, Εβραίους ή Καθολικούς, ο νομοθέτης έχει ρητά κανονίσει να διδάσκονται αποκλειστικά το ομολογιακό μάθημα της θρησκείας τους και όχι δόγματα άλλων θρησκειών. Για τη διδασκαλία των Θρησκευτικών του αντίστοιχου δόγματος προσλαμβάνονται κάθε σχολικό έτος από το υπουργείο Παιδείας εκπαιδευτικοί, εκτός των πινάκων αναπληρωτών, από καταλόγους της Ιεράς Συνόδου της Καθολικής Ιεραρχίας Ελλάδος, του Κεντρικού Ισραηλιτικού Συμβουλίου και των Μουσουλμανικών Μουφτειών. Συμπερασματικά, η πλούσια θρησκευτική κατήχηση στα σχολεία είναι εδραιωμένη πρακτική της πολιτείας, ήτοι το θεσμικό καθεστώς υψώνει ισχυρά αναχώματα στην εκκοσμίκευση.
Κατά το άρθρο 16 του Συντάγματος: «Η Παιδεία έχει σκοπό την ανάπτυξη της εθνικής και θρησκευτικής συνείδησης». Το άρθρο 3 ορίζει: «Επικρατούσα θρησκεία στην Ελλάδα είναι η θρησκεία της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του Χριστού. Η Ορθόδοξη Εκκλησία της Ελλάδας, που γνωρίζει κεφαλή της τον Κύριο ημών Ιησού Χριστό…». Εξάλλου, το Σύνταγμα θεσπίζει τις διατάξεις του «Εις το όνομα της Αγίας και Ομοουσίου και Αδιαιρέτου Τριάδος». Δεν εκπλήσσει λοιπόν η Εκκλησία όταν διεκδικεί ρόλο στη σχολική θρησκευτική αγωγή ή στη συγγραφή των βιβλίων. Ευλόγως, θεωρεί ως αποστολή του υπουργείου Παιδείας την κατήχηση και όχι μια κριτική προσέγγιση του θρησκευτικού φαινομένου, που αναπόφευκτα θα έφερνε εκκοσμίκευση και συγκρητισμό. Τοιουτοτρόπως, καλλιεργείται μια ανάδελφη εθνική ταυτότητα, εχθρική προς τη Δύση και τον ρασιοναλισμό, η οποία ταιριάζει και συνεργάζεται με τη γενικευμένη πεποίθηση περί εξαιρετικότητας της ελληνικής φυλής.
Μια υφέρπουσα εκδοχή του ελληνοχριστιανισμού τρέφει τις ρίζες της νεοελληνικής εσωστρέφειας και κακοδαιμονίας. Πώς να αναπτυχθεί μια κοινωνία, η οποία βλέπει τους πέραν των συνόρων σαν εχθρούς, αντί να τους θέλγει ως υποψήφιους αποδέκτες των εξαγωγών της; Κάποτε οι έλληνες έμποροι διέτρεχαν αυτοκρατορίες, σήμερα ωστόσο η πλειοψηφία δεν οραματίζεται την Ελλάδα ως ανοικτή κοινωνία. Ούτε η διανοητική ελίτ παραδέχεται την έκταση και τη βαρύτητα του θρησκευτικού και εθνικιστικού επηρεασμού. Ο δημόσιος σχολιασμός των αιτίων και συνεπειών του αποφεύγεται επιμελώς, όπως και κάθε καθαρή πρόταση ριζικών αλλαγών σε θεσμούς και εκπαίδευση. Καμία δραστήρια αντιπαράθεση προς τους θεολογικούς κύκλους που αναμειγνύονται σε κοσμικές υποθέσεις δεν επιδοκιμάζεται. Παραμένει σε αφάνεια η μικρή ή μεγάλη μειοψηφία που επιζητά απελευθέρωση από τον παραδοσιακό ανορθολογισμό. Η εξωθρησκευτική και αντιεθνικιστική μεταρρύθμιση της ελληνικής πολιτείας δεν εμφανίζεται στην ατζέντα μικρών ή μεγαλύτερων κομμάτων ή εσωτερικών τάσεων των κομμάτων εξουσίας.
Ο Κίμων Χατζημπίρος είναι καθηγητής ΕΜΠ