Τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα στην Ευρώπη βιώνουν μια παρατεταμένη αδυναμία προσαρμογής στη νέα εποχή της κλιμακούμενης αβεβαιότητας. Κάθε ένα από αυτά προσπαθεί στο εθνικό του περιβάλλον να χαράξει μια νέα πορεία. Στην πατρίδα μας, η τελευταία αυτή προσπάθεια έγινε τον περασμένο Νοέμβριο. Εκπλήσσοντας τους πάντες, 212.000 πολίτες δήλωσαν με τη συμμετοχή τους ότι ο πολιτικός αυτός χώρος μπορεί να πρωταγωνιστήσει ξανά.
Δυστυχώς, δεν υπήρξε η απαιτούμενη συνέχεια. Δεν κατορθώσαμε να κάνουμε τον χώρο μας πυρήνα συμμετοχής των μελών του στη λήψη αποφάσεων για τη δημιουργία ενός νέου ενιαίου φορέα. Ηδη από την προεκλογική περίοδο είχα θέσει το ζήτημα της ομογενοποίησης της παράταξης με τη μορφή αυτή. Τότε όμως εμφανίστηκε η ύπαρξη συμφωνίας μεταξύ των ηγεσιών των κομμάτων για την υιοθέτηση ενός πλήρως πολυκομματικού μοντέλου, ακόμα και στα πλαίσια λειτουργίας των Κοινοβουλευτικών Ομάδων. Η κατάσταση επιδεινώθηκε λίγο πριν από τη διεξαγωγή του συνεδρίου, όταν με συμφωνία, πάλι των κομμάτων, επιλέχθηκε, πλην της ηγεσίας, όλοι οι υπόλοιποι που συμμετέχουν στο εγχείρημα να είναι διορισμένοι. Αυτό δημιουργεί ένα τετελεσμένο που υπονομεύει τις συλλογικές αποφάσεις, ευνοώντας και τον αρχηγισμό και τη βαβελοποίηση. Γιατί πολύ απλά, χωρίς ισχυρούς θεσμούς δεν υπάρχουν ισχυρές πολιτικές δεσμεύσεις.
Για τους πολλούς, μπορεί οι εσωτερικές λειτουργίες να μην είναι ενδιαφέρουσες, αλλά διαμορφώνουν χαρακτήρες και συμπεριφορές, που στον τόπο μας πρέπει να αλλάξουν, ώστε να φυσήξει πραγματικός άνεμος ανανέωσης στο σύνολο του πολιτικού συστήματος, αλλά και στον τρόπο διακυβέρνησης της χώρας.
Η συμμετοχή στις εκλογές του φθινοπώρου ήταν δήλωση ταυτότητας μιας παράταξης που αισθάνεται αυτόνομη από τον ΣΥΡΙΖΑ και τη ΝΔ. Το πολιτικό μήνυμα αυτής της συμμετοχής δεν είναι απλά μόνο ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν ανήκει στη σοσιαλδημοκρατία όπως υποστηρίζουν ορισμένοι. Αυτό είναι το λιγότερο και το προφανές. Το μήνυμα είναι ότι ο χώρος της Κεντροαριστεράς οφείλει να έχει διακριτές προτάσεις για την εθνική συνεννόηση και άλλη στρατηγική από τους δυο πρωταγωνιστές του μικρού δικομματισμού. ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ προσπαθούν να εκμεταλλευτούν τις αντιθέσεις σε διαφορετικές ομάδες της ελληνικής κοινωνίας καλλιεργώντας ένα επικίνδυνο κλίμα κοινωνικού αυτοματισμού ακόμα και σε εθνικά θέματα. Τέλος, στον ΣΥΡΙΖΑ κατανοούν ότι η μόνη δεξαμενή από την οποία μπορούν να αντλήσουν ψήφους είναι αυτή των ψηφοφόρων της Κεντροαριστεράς, γι’ αυτό και εξαπολύουν μια επίθεση φιλίας. Και όταν το ΚΙΝΑΛ δεν τσιμπάει, χύνουν κροκοδείλια δάκρυα και συνεχίζουν να συνεργάζονται με τους ΑΝΕΛ στα πλαίσια μιας στρατηγικής συμμαχίας.
Η μαζική παρουσία του Νοεμβρίου έδειξε τον δρόμο. Ο τόπος χρειάζεται ένα προοδευτικό κόμμα με ισχυρές δημοκρατικές λειτουργίες, ριζοσπαστικό πρόγραμμα που θα εκφράσει αυτούς που νιώθουν ότι δεν έχουν φωνή σήμερα, αυτούς που η κρίση ψαλίδισε τις ελπίδες τους για ένα καλύτερο αύριο. Ενα κόμμα έτοιμο να συγκρουστεί με τις ελίτ, που ενώ τα πάντα άλλαξαν, αυτές κάνουν ό,τι μπορούν για να διατηρήσουν τα ακριβά τους προνόμια. Αυτό το κόμμα μπορεί να πρωταγωνιστήσει στις επόμενες εκλογές.
Οφείλουμε να συμπεριφερόμαστε με μεγαθυμία σε σχέση με ενδεχόμενες αστοχίες και πάνω από όλα με σεβασμό σε αυτούς που περίμεναν ώρες ολόκληρες στις 12 και 19 Νοέμβρη για να υπογράψουν με τη συμμετοχή τους τη γενέθλια πράξη της παράταξης. Δεν έχουμε περιθώριο να τους απογοητεύσουμε. Πρέπει να προχωρήσουμε όλοι μαζί για να γίνει στις επόμενες εκλογές το πρώτο μεγάλο βήμα.
Ο Νίκος Ανδρουλάκης είναι ευρωβουλευτής των Σοσιαλιστών και Δημοκρατών στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο