Ετσι απλοϊκά όπως το λέει ο Παναγιώτης Κουρουμπλής, σαν να περιγράφει το γεγονός στο καφενείο, ακούγεται απλό: «Ο ΣΥΡΙΖΑ και ο Αλέξης Τσίπρας προσπάθησαν την ανατροπή, αλλά σπάσαμε τα μούτρα μας». Είναι ένα «ό,τι έγινε έγινε» αυτό του Κουρουμπλή. Και όπως όλα του είδους, είναι ένα «ό,τι έγινε έγινε» ακοστολόγητο, απαλλαγμένο από τις επιπτώσεις του, ένα «ό,τι έγινε έγινε» ωχαδελφισμού και ανευθυνότητας. Είναι σαν να ήταν αρκετή η προσπάθεια, σαν εκείνο το «προσπάθησαν» να ακυρώνει τη συνέχεια, σαν ο πολιτικός χρόνος να σταμάτησε τη στιγμή που ο Κουρουμπλής και η κυβέρνησή του να «έσπασαν τα μούτρα τους».
Αλλά δεν είναι καθόλου έτσι. Και γι’ αυτό δεν είναι απλό. Είτε ήταν προϊόν αυταπάτης είτε συνειδητής εξαπάτησης, η προσπάθεια είχε τεράστιο κόστος. Ο Κουρουμπλής έκλεισε μια ολόκληρη περίοδο σε μια φράση, αλλά εκείνη η περίοδος ήταν κάτι περισσότερο από αυτό. Ηταν η περίοδος του εθνικολαϊκιστικού πειράματος στην πιο ακατέργαστη και ανορθολογκή μορφή του, η περίοδος ενός άγριου λαϊκισμού, την οποία οι μισοί έζησαν στην επική της διάσταση με τα «ουάου» του Βαρουφάκη, τα Κούγκια του Καμμένου, τον πεντοζάλη των αγορών, την αξιοπρέπεια. Αλλά οι άλλοι μισοί την έζησαν μέσα στον τρόμο.
Ποιο από τα δυο μισά είχε δίκιο; Την απάντηση την έδωσε ο Αλέξης Τσίπρας όταν, το βράδυ του δημοψηφίσματος ή λίγο μετά, τρόμαξε. Την έδωσε και ο στραπατσαρισμένος από τη σύγκρουση με την πραγματικότητα Κουρουμπλής. Οχι όμως με τους όρους της αποτίμησης, αλλά με εκείνους της υπεκφυγής. Γιατί τελικά είναι απλό: για τον Κουρουμπλή η ζωή απλώς συνεχίστηκε.