Ως «εγχείρημα ανώριμο στην παρούσα φάση» χαρακτηρίζει την ανάπτυξη κέντρου πρωτονικής θεραπείας στην Ελλάδα ο αναπληρωτής υπουργός Ερευνας και Καινοτομίας, Κώστας Φωτάκης, αρνούμενος τις κατηγορίες ότι ο Τομέας Ερευνας και Καινοτομίας του υπουργείου και η Γενική Γραμματεία Ερευνας και Τεχνολογίας (ΓΓΕΤ) επέδειξαν ολιγωρία για την ανάπτυξη σχετικής δραστηριότητας στη χώρα. Από την πλευρά της, η ΓΓΕΤ κάνει λόγο για ανυπόστατα δημοσιεύματα, σημειώνοντας πως «δεν απορρίψαμε ποτέ πρόταση του CERN».
Oπως αναφέρει ο υπουργός, «το κόστος μιας τέτοιας επένδυσης είναι υψηλό, σε συνδυασμό με το πειραματικό ακόμη στάδιο της αποτελεσματικότητας και της περιορισμένης ευρύτητας εφαρμογών της συγκεκριμένης μεθόδου», ειδικά «αν ληφθεί υπόψη ότι στις συνήθεις και κατά πολύ οικονομικότερες ακτινοθεραπείες έχουν ήδη σημειωθεί σημαντικές βελτιώσεις στον περιορισμό των παρενεργειών».
Ο κ. Φωτάκης επισημαίνει ότι η Ελλάδα από την αρχή της συζήτησης για την ενδεχόμενη εγκατάσταση στο Μαυροβούνιο της υποδομής με τεχνογνωσία του CERN παρακολουθεί στενά το εγχείρημα και συμμετέχει σε όλες τις συναντήσεις στο πλαίσιο καλής γειτονίας και περιφερειακού συντονισμού.
Τονίζει, ακόμη, ότι το απαιτούμενο κόστος εγκατάστασης επιχειρείται να προέλθει από ειδικούς πόρους της Ευρωπαϊκής Ένωσης που απευθύνονται στις χώρες των Δυτικών Βαλκανίων και δεν έχουν ακόμη εξασφαλιστεί.
Ο υπουργός επισημαίνει ότι η έρευνα και η εφαρμογή νέων τεχνολογιών στην Υγεία αποτελεί τομέα υψηλής προτεραιότητας για το υπουργείο, που έμπρακτα προωθεί την ανάληψη σχετικών πρωτοβουλιών, όπως η εμβληματική Δράση για τη δημιουργία Εθνικού Δικτύου Ιατρικής Ακριβείας με έμφαση στην Ογκολογία.
Τέλος, αναφέρει ότι «τέτοιου είδους πιέσεις για τη διαμόρφωση επιστημονικών επιλογών, μέσω της δημιουργίας θορύβου στον Τύπο, είναι όχι μόνο αντιδεοντολογικές και αντιεπιστημονικές, αλλά συχνά υποκρύπτουν τακτικισμούς εξυπηρέτησης προσωπικών φιλοδοξιών που υποκινούνται από ιδιοτελή κίνητρα».
ΓΓΕΤ: Δεν απορρίψαμε ποτέ πρόταση του CERN
«Η Ελλάδα δεν έχει απορρίψει πρόταση του CERN για τη δημιουργία Κέντρου Πρωτονικής Θεραπείας για καρκινοπαθείς στην Ελλάδα, ούτε υπάρχει κάποια σχετική μελέτη από ΑΕΙ ή ερευνητικά κέντρα της χώρας μας για τη δημιουργία μιας τέτοιας εγκατάστασης στη χώρα μας» αναφέρει σε ανακοίνωσή της η Γενική Γραμματεία Έρευνας και Τεχνολογίας, που κάνει λόγο για «δημοσιεύματα τα οποία δυστυχώς ξεκίνησαν από κακώς πληροφορημένους επιστήμονες, οι οποίοι με ανυπόστατους ισχυρισμούς ομιλούν για απόρριψη εκ μέρους της Πολιτείας» και για «επώνυμους επιστήμονες που ομιλούν δημοσίως από ό,τι φαίνεται αποκλειστικά για προσωπικές τους στρατηγικές».
Η ΓΓΕΤ διευκρινίζει ότι η συζήτηση αφορά στη δημιουργία ενός επιταχυντή και υποδομών για τη χρήση δέσμης πρωτονίων και άλλων θετικώς φορτισμένων σωματιδίων στα Δυτικά Βαλκάνια, με σκοπό τη θεραπεία καρκινικών όγκων και με βάση τεχνογνωσία του CERN στους επιταχυντές.
Η πρωτοβουλία, που ξεκίνησε πέρυσι από την κυβέρνηση του Μαυροβουνίου, περιλαμβάνει την ίδρυση Διεθνούς Ινστιτούτου Νοτιοανατολικής Ευρώπης για Βιώσιμες Τεχνολογίες («South East European International Institute for Sustainable Technologies»-SEEIIST) με αυτό το αντικείμενο. Στην πρωτοβουλία του Μαυροβουνίου συμμετέχουν Αλβανία, Βοσνία-Ερζεγοβίνη, Βουλγαρία, ΠΓΔΜ, Σερβία και Σλοβενία.
Oπως επισημαίνει η ΓΓΕΤ, «τη στιγμή αυτή, υπάρχει ως δεδομένο μόνο δήλωση προθέσεων εκ μέρους των ανωτέρω χωρών, ενώ δεν υπάρχουν ακόμη συγκεκριμένα στοιχεία για την προτεινόμενη νομική μορφή, την έδρα, τη χρηματοδότηση ή τη διαδικασία σύστασης του εν λόγω ινστιτούτου. Επίσης, δεν υπάρχουν ούτε οι αναγκαίες μελέτες σκοπιμότητας και βιωσιμότητας, με δεδομένο το υψηλό κόστος μιας τέτοιας εγκατάστασης και της μετέπειτα λειτουργίας. Η συνολική επένδυση εκτιμάται στα 140-170 εκατ. ευρώ».
Η ΓΓΕΤ υπογραμμίζει ότι το εγχείρημα ευρίσκεται ακόμα σε προπαρασκευαστικό στάδιο, κατά το οποίο γίνονται ενέργειες κυρίως εκ μέρους του Μαυροβουνίου και της Βουλγαρίας, καθώς και συναντήσεις εμπειρογνωμόνων, στις οποίες μετέχει και το CERN. Επίσης, γίνονται ενέργειες για την εξεύρεση πόρων από την ΕΕ, ενδεχομένως μέσω ερευνητικών κονδυλίων από τα ευρωπαϊκά διαρθρωτικά ταμεία που είναι διαθέσιμα για τις χώρες των δυτικών Βαλκανίων, αλλά μέχρι στιγμής δεν υπάρχει καμία διασφάλιση των απαιτούμενων πόρων.
Oσον αφορά στην ακτινοθεραπεία πρωτονίων, αναφέρει ότι «είναι μια υψηλού κόστους μέθοδος ακτινοβόλησης καρκινικών όγκων με πρωτόνια, που εφαρμόζεται στην αντιμετώπιση συγκεκριμένων τύπων καρκίνου. Η αποτελεσματικότητα της μεθόδου σε άλλους τύπους καρκίνου ευρίσκεται υπό συζήτηση».
Ανασταλτικό παράγοντα στην ευρεία χρήση της εν λόγω θεραπείας αποτελούν οι υψηλές τεχνικές και οικονομικές απαιτήσεις σε υποδομές και εγκαταστάσεις, τόσο κατά τη κατασκευή τους, όσο και κατά τη λειτουργία, καθώς τα λειτουργικά έξοδα υπολογίζονται σε περίπου ένα εκατ. ευρώ ετησίως. Για τους λόγους αυτούς, κατά τη ΓΓΕΤ, υπάρχει διεθνώς έντονη κινητικότητα στην επιστημονική και επιχειρηματική κοινότητα για την αντικατάσταση της θεραπείας αυτής με άλλες μεθόδους.