Δίαιτες υπάρχουν πολλές – τόσο πολλές, ώστε είναι αδύνατον να τις δοκιμάσουμε όλες – και στο σύνολό τους υπόσχονται γρήγορο ή αποτελεσματικό (ή και τα δύο) αδυνάτισμα. Ομως με μια πιο προσεκτική ματιά διαπιστώνει κανείς ότι όποια διατροφή ή δίαιτα και αν ακολουθήσει στην πράξη επιλέγει ένα από τα δύο επικρατέστερα διατροφικά «στρατόπεδα»: μενού χαμηλό σε λιπαρά ή σε υδατάνθρακες.
Νέα έρευνα ήρθε να διευθετήσει τη παραπάνω διαμάχη, απογοητεύοντας και τα δύο… στρατόπεδα. Αν επιλέξει κανείς να δει το ποτήρι μισογεμάτο, όπως σημειώνεται σε άρθρο των «New York Times», οι άνθρωποι χάνουν βάρος ανεξαρτήτως ποιας δίαιτας θα ακολουθήσουν.
Ειδικότερα, ερευνητές του Πανεπιστήμιου Stanford των ΗΠΑ έβαλαν στο μικροσκόπιο τις συνήθειες 600 ανθρώπων (πρόκειται για ιδιαίτερα μεγάλο αριθμό σε σύγκριση με προηγούμενες διατροφικές μελέτες) ηλικίας 18-50 ετών. Ο δείκτης μάζας σώματος των συμμετεχόντων κυμαινόταν από 28-40 (όταν ο δείκτης είναι 25-30 το άτομο είναι υπέρβαρο ενώ πάνω από 30 παχύσαρκο).
Απαραίτητη προϋπόθεση για να συμμετάσχει κανείς στην εν λόγω μελέτη ήταν να είναι υγιής. Ετσι αποκλείστηκαν μεταξύ άλλων ακόμη και όσοι λάμβαναν στατίνες, αγωγή για διαβήτη τύπου 2 ή είχαν υψηλή πίεση, αποφεύγοντας έτσι παθήσεις που πιθανόν να επηρεάζουν το σωματικό βάρος.
Και οι 600 συμμετέχοντες ενσωματώθηκαν τυχαία σε μία από τις δύο ομάδες: η πρώτη ακολούθησε επί έναν χρόνο μια δίαιτα χαμηλή σε λιπαρά και η δεύτερη χαμηλή σε υδατάνθρακες.
Επιπλέον, όλοι τους παρακολούθησαν 22 εκπαιδευτικές συνεδρίες σε ομάδες περίπου των 17 ατόμων. Οι συνεδρίες αρχικά προγραμματίζονταν σε εβδομαδιαία βάση, ενώ κατά τους τελευταίους έξι μήνες σε μηνιαία βάση.
Κατά την πρώτη φάση της δίαιτας οι συμμετέχοντες κλήθηκαν να περιορίσουν την πρόληψη λίπους ή υδατανθράκων (ανάλογα την ομάδα που ανήκαν) σε μόλις 20 γρ. ημερησίως. Κατά τη δεύτερη φάση άρχισαν σταδιακά να αυξάνουν τη λήψη του… απαγορευμένου συστατικού, μέχρι να φτάσουν στο χαμηλότερο επίπεδο πρόσληψης που πίστευαν ότι θα μπορούσαν να διατηρήσουν για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Σε διάστημα ενός έτους έγιναν πολλές αλλαγές στο καθημερινό τους διαιτολόγιο: ενθαρρύνθηκαν να καταναλώνουν περισσότερα λαχανικά, να μειώσουν τη ζάχαρη να αποφεύγουν τα «τρανς» λιπαρά. Επιπλέον, δόθηκε μεγάλη έμφαση στα προϊόντα ολικής άλεσης και στα μη επεξεργασμένα τρόφιμα, θέτοντας ως στόχο την κατανάλωση σπιτικού φαγητού σχεδόν σε καθημερινή βάση.
Αξίζει να σημειωθεί ότι οι συμμετέχοντες υποβλήθηκαν σε δοκιμασία ανοχής της γλυκόζης (γνωστή και ως «καμπύλη σακχάρου»), ενώ μελετήθηκε ακόμη και ο γονότυπός τους καθώς υπάρχει η υποψία ότι κάποια γονίδια κάνουν τους ανθρώπους πιο ευαίσθητους στους υδατάνθρακες και κάποια άλλα στο λίπος, με αποτέλεσμα να επηρεάζεται το βάρος τους.
Οπως μπορεί να φανταστεί κανείς, οι ερευνητές παρακολουθούσαν στενά την εξέλιξη των συμμετεχόντων. Και είναι γεγονός ότι στη συντριπτική πλειονότητά τους πέτυχαν τον στόχο τους.
Εκείνοι που ανήκαν στην ομάδα των χαμηλών λιπαρών κατανάλωναν, κατά μέσο όρο, το 29% των θερμίδων τους από λιπαρά, έναντι 45% στην ομάδα χαμηλών υδατανθράκων. Εκείνοι στην ομάδα χαμηλών υδατανθράκων κατανάλωσαν το 30% των θερμίδων τους από υδατάνθρακες, έναντι 48% στην ομάδα χαμηλών λιπαρών.
Και όμως, οι διατροφικές διαφορές των δύο ομάδων δεν αποτυπώθηκαν στη ζυγαριά. Σε 12 μήνες η ομάδα χαμηλών υδατανθράκων έχασε, κατά μέσο όρο, κάτι παραπάνω από 5,9 κιλά, ενώ η ομάδα χαμηλών λιπαρών περίπου 5,2 κιλά. Σημειώνεται δε ότι, σύμφωνα με τους επιστήμονες, η διαφορά αυτή δεν είναι στατιστικά σημαντική. Αξίζει να ειπωθεί ότι η ευαισθησία στην ινσουλίνη και τα γονίδια επίσης δεν φαίνεται –σύμφωνα με την ίδια έρευνα –να επηρέασαν σημαντικά (είτε αρνητικά είτε θετικά) τον δείκτη της ζυγαριάς.
Υπό τα δεδομένα αυτά, όπως καταλήγει το δημοσίευμα των «New York Times», θα μπορούσε να συμπεράνει κανείς ότι η διαμάχη της τέλειας δίαιτας ίσως είναι εν τέλει επιστημονικά αβάσιμη. Πιθανόν, αυτό που έχει μεγαλύτερη σημασία είναι να ακολουθήσει κανείς μια διατροφή «κομμένη και ραμμένη» στα μέτρα του, αφού όλοι μας γνωρίζουμε τις διατροφικές αδυναμίες αλλά και τα τρόφιμα στα οποία μπορούμε να αντισταθούμε. Συνεπώς, η πιο αποτελεσματική δίαιτα είναι αυτή που κάποιος μπορεί να ακολουθήσει πιστά.