«Η τελευταία σημαία»: Μια σημαία τυλιγμένη προσεκτικά, τόσο ώστε τα ξεθωριασμένα της χρώματα να προσθέτουν μια επιπλέον ομορφιά στο αισθητικό σύνολο. Βεβαίως τα πολιτικά αντανακλαστικά της εποχής στο άκουσμα της λέξης και μόνο αντιδρούν, λες και έχουν απέναντί τους ένα εξάμβλωμα της φύσεως, αλλά αυτό ανοίγει μια άλλου είδους κουβέντα που αφορά τον κοινωνικό της ρόλο, ή μάλλον καλύτερα την επιβολή της ως σύμβολο αξιών. Γι’ αυτό, ίσως, και τόσοι σκηνοθέτες όπως ο Μάικλ Τσιμίνο ή ο Ολιβερ Στόουν (που μόνο… πατριδολάγνους δεν τους λες) επέλεξαν να φιλμάρουν αυτή την ξεθωριασμένη της μορφή. Το ίδιο έκανε και ο συγγραφέας Ντάριλ Πόνισαν, όταν έγραφε το “Τελευταίο απόσπασμα” το οποίο μετέφερε μοναδικά στον κινηματογράφο ο σπουδαίος Χαλ Ασμπι το 1973 με πρωταγωνιστές τους Τζακ Νίκολσον και Ράντι Κουέιντ. Εκεί, δύο άντρες του Ναυτικού αναλαμβάνουν μια επιφανειακά εύκολη αποστολή: να συνοδέψουν στη φυλακή έναν δεκαοκτάχρονο μικροκλέφτη. Καθώς ο νεαρός πρόκειται να μείνει φυλακισμένος για τα επόμενα οκτώ χρόνια, οι συνοδοί του αποφασίζουν να του προσφέρουν ένα τελευταίο Σαββατοκύριακο γεμάτο καταχρήσεις και κάθε είδους «αμαρτία», για να ανακαλύψουν τελικά ότι είναι όλοι τους φυλακισμένοι στο σύστημα.

Εδώ, ο Λινκλέιτερ βασίζεται και αυτός σε σενάριο του Πόνισαν, ενώ και η ιστορία δομικά μοιάζει να μη διαφέρει πολύ: Το 2003, τριάντα χρόνια αφότου υπηρέτησαν μαζί, στην ίδια μονάδα, στον Πόλεμο του Βιετνάμ, ο πρώην γιατρός του Ναυτικού Λάρι «Ντοκ» Σέφερντ επανενώνεται με τους πρώην πεζοναύτες Σαλ Νίλον και Ρίτσαρντ Μούλερ, προκειμένου να φέρουν εις πέρας μία άλλου είδους αποστολή. Ζητάει την παρέα τους, τη βοήθεια και τη στήριξή τους προκειμένου να θάψει τον μονάκριβο γιο του, έναν πεζοναύτη που λίγες μέρες πριν έχασε τη ζωή του στο Ιράκ όπου υπηρετούσε τη θητεία του. Ο Ντοκ αποφασίζει να μην θαφτεί ο γιος του –με τιμές ήρωα –στο στρατιωτικό νεκροταφείο του Αρλινγκτον. Αντιθέτως, παίρνει το φέρετρο έχοντας σκοπό να το μεταφέρει με τη βοήθεια των παλιών του φίλων στην ιδιαίτερη πατρίδα του, και να αναπαυθεί εκεί για πάντα το παιδί του.

Και η φθορά της σημαίας συναντά τη φθορά στα πρόσωπα των τριών πρωταγωνιστών του φιλμ, του Λόρενς Φίσμπερν, του Μπράιαν Κράνστον και, κυρίως, του Στιβ Καρέλ. Η ρητορική του (απατηλού) αμερικανικού ονείρου ανέκαθεν ενδιέφερε τον Πόνισαν και ο Λίνκλέιτερ, που πάντα αναζητούσε με τη ματιά του την “άλλη” Αμερική, εδώ επιχειρεί να την ανασύρει μέσα από τις ίδιες τις κοινωνικές της συμβάσεις. Σεναριακά δεν του βγαίνει πάντα. Θα ήταν όμως άδικο να αγνοήσουμε τόσο την τρυφερότητά του όσο και τη σπουδαία δουλειά των τριών πρωταγωνιστών. Η “Τελευταία σημαία” μοιάζει να εκπροσωπεί ένα σινεμά χαρακτήρων και καταστάσεων που έχει εξαφανιστεί από τις οθόνες μας (εξαίρεση το αριστουργηματικό “Rider” που είδαμε πρόσφατα). Ως εκ τούτου, έχει μια ιδιαίτερη αξία.

Βαθμοί: 6

Τι γυναίκα!

«50 φορές άνοιξη»: Μια ολόκληρη σειρά ταινιών θα μπορούσα να παρακολουθήσω με πρωταγωνίστρια την κεντρική ηρωίδα που ενσαρκώνει η Ανιές Ζαουί σε τούτο εδώ το φιλμ, καθώς ενσαρκώνει μια γυναίκα μέσης ηλικίας, χωρισμένη και, θα έλεγε κανείς, στο περιθώριο ενός κόσμου που «τρέχει με χίλια». Οι εξάψεις της (σύμπτωμα της εμμηνόπαυσης) μοιάζουν με χιουμοριστικά ρεφρέν και κάποιες σκηνές (όπως αυτή στο εστιατόριο με τους σερβιτόρους να τραγουδούν) έχουν κάτι από την έμπνευση του παλιού Γούντι Αλεν. Που λέτε, η ηρωίδα μας συναντά απρόοπτα τη μεγάλη αγάπη της νεανικής της ηλικίας και το φιλμ οδηγείται σταθερά στο αναμενόμενο happy end. Από τις γαλλικές κωμωδίες της πλάκας που βλέπουμε, όμως τούτο εδώ είναι χίλιες φορές ανώτερο!

Βαθμοί: 5

Στημένο

«Deadpool 2»: Γιατί δεν μπορώ να διασκεδάσω με αυτόν τον ήρωα; Γιατί η «τρέλα» και η «αθυροστομία» του δεν με πείθον. Αν όλα ήταν τόσο «προκλητικά» και «ακραία», πώς προκύπτουν τόσα εκατομμύρια δολάρια;

Πλάκα κάνουμε; Δεν υπάρχει σταγόνα αίματος και μπινελίκι εδώ που να μην είναι προσχεδιασμένο με μοιρογνωμονιακή σαφήνεια.

Ετσι και εδώ, όπου ο ήρωας αντιμετωπίζει έναν νταβραντισμένο στρατιώτη του μέλλοντος, ο σβέλτος ρυθμός (αναμφίβολα η σκηνοθεσία είναι καλοδουλεμένη) και τα μακελειά στέκονται όχι ως μια «πλάκα» (που είναι) αλλά ως εναλλακτική πρόταση στο χολιγουντιανό προϊόν, λες και η ίδια η ταινία δεν αποτελεί αυτό ακριβώς! Αν θέλετε πρόκληση πάντως, αναζητήστε τη στους εκατοντάδες θεατές που έφυγαν τρέχοντας από την αίθουσα που πρόβαλε την τελευταία ταινία του Τρίερ στις Κάννες.

Βαθμοί: 4

Τσαχπίνικο

«Too much info clouding over my head»: Ελληνας σκηνοθέτης προσπαθεί να πείσει μια τηλεοπτική σταρ να πρωταγωνιστήσει στη νέα του ταινία, που όμως δεν θέλει να κάνει, ενώ παράλληλα αντιμετωπίζει τις νευρώσεις του, που δεν είναι και λίγες. Ο Βασίλης Χριστοφιλάκης σκηνοθετεί και πρωταγωνιστεί σε μια άλλη «Αρπα Κόλλα» (του Νίκου Περάκη, 1982), αφηγούμενος όμως τον καημό της τωρινής γενιάς κινηματογραφιστών, με τα πενιχρά μέσα που της αντιστοιχούν σήμερα. Το τελικό αποτέλεσμα έχει χιούμορ, νεύρο και πολλές πετυχημένες στιγμές.

Βαθμοί: 5

Προβάλλονται επίσης

Δυο γαλλικές κωμωδίες για αυτή την εβδομάδα, μια συμπαθητική («Το ταλέντο» (του Ιβάν Νατάλ με τον Ντανιέλ Οτέιγ) και μια πραγματικά άθλια («Εσύ διαλέγεις» (του Ερίκ Λαβέν με την Αλεξάντρα Λαμί), ενώ τη σούμα συμπληρώνουν οι αξιοπερίεργοι «Βασιλικοί γάμοι», όπου στη Γαλλία του 1721 δυο παιδάκια υποχρεώνονται να παντρευτούν για να διατηρηθεί η ειρήνη με την Ισπανία. Εχει μια παράξενη, σχεδόν ονειρική χροιά η ματιά του Μαρκ Ντουγκέν και οι Λαμπέρ Γουίλσον και Ολιβιέ Γκουρμέ είναι πάντα στιβαρές παρουσίες.

Μοιάζει όμως περισσότερο με «πείραμα» και παρά με ολοκληρωμένη πρόταση.