Θα πιάσω τη σκυτάλη από εκεί που την αφήνει στο τέλος του κειμένου του ο Νικόλας Ζώης με υπαινικτικά μετέωρο το ερώτημα για το αν μία παράσταση με κρατούμενους κρίνεται εκ του καλλιτεχνικού αποτελέσματος ή πόσο «ευρύχωρη» είναι για επιείκειες και μελοδραματισμούς. Το θέατρο των φυλακισμένων ωστόσο δεν είναι ακριβώς ερασιτεχνικό θέατρο. Εχει προκύψει από διαφορετικές ανάγκες και με διαφορετικό στόχο. Τόσο συγκεκριμένο μέσα στη γενικότητά του αλλά και τόσο μακροπρόθεσμο που, αν μια τέτοια παράσταση θα έπρεπε να κριθεί από το κατά πόσο πέτυχε αυτό τον στόχο, είναι πολύ νωρίς για να βγάλει κάποιος συμπεράσματα.
Η Σάρα Μπερνάρ έλεγε ότι το θέατρο είναι θρησκεία και πως αν το πιστέψεις μπορεί να σε σώσει. Σωστό αλλά ισχύει για τους ηθοποιούς. Γι’ αυτούς μπορεί να είναι εξιλεωτικό λόγω ακριβώς της θρησκευτικής αφοσίωσης με την οποία εισέρχονται στην τέχνη τους.
Από την άλλη, το θέατρο μέσα στη φυλακή μοιάζει με θεραπευτική αγωγή, που σε άλλους μπορεί να ταιριάζει και σε άλλους όχι. Θα ήταν επιπόλαιο να πούμε ότι πρόκειται για πανάκεια. Εξάλλου, δεν είναι όλοι οι φυλακισμένοι «ευαίσθητοι ληστές». Για κάποιους μπορεί να είναι σαν να μην έγινε (θα ήθελα πραγματικά να ξέρω αν υπήρξαν κρατούμενοι εντελώς αδιάφοροι ακόμη και να παρακολουθήσουν τη συγκεκριμένη παράσταση). Για κάποιους μπορεί να είναι μια «απόδραση» από τη μονοτονία των φυλακών που κάνει τις μέρες να μοιάζουν με χάντρες κομπολογιού. Και κάποιοι μπορεί να ανακάλυψαν, έστω και ασυνείδητα, την αναγκαιότητα της τέχνης. Το πώς δηλαδή ο λόγος του Τσέχοφ και του Σαίξπηρ στην προκειμένη περίπτωση μπορεί να ανοίξει τα παράθυρα μιας ψυχής και να ρίξει άπλετο φως στα σκοτάδια που, πιθανώς, οδήγησαν στην παραβατικότητα. Αυτό μόνο οι ίδιοι οι έγκλειστοι θα το μάθουν έπειτα από καιρό. Προς το παρόν, όπως περίπου λέει ο Σταύρος, η πραγματικότητα είναι ότι μετά το τέλος της παράστασης θα ξαναγυρίσουν στα κελιά τους.