Γνωρίζουμε ότι ο δημιουργός ο οποίος σέβεται όντως το έργο του είθισται να ενεργεί, δοθείσης κατάλληλης ευκαιρίας, και ως τιμητής της ίδιας του της προσφοράς. Αλλωστε συγκαταλέγεται, ως εκ των πραγμάτων, στους αρμοδιότερους των κριτικών. Θα μπορούσε άραγε να αντιδράσει διαφορετικά; Η πράξη του αυτή, δημόσια ή ιδιωτική, αποτελεί, ως εκ των πραγμάτων, ένα ακόμη καλλιτεχνικό διάβημα. Ισως να είναι το εγκυρότερο στη διάρκεια του στοχαστικού του βίου. Αντιλαμβανόμενος τις συγκεκριμένες εγγενείς δυσκολίες και τα περιθώρια δράσης μιας εμφανώς εξ υποκειμένου κρίσης, ο ποιητής εν προκειμένω καθίσταται νουνεχής Αναγνώστης. Η όντως αυξημένη αυτή πράξη επαναπροσέγγισης συνιστά πλήρωμα ευχής, αυτοελέγχου μεταίχμιο, αποφασιστικό τόλμημα: περνώντας το κατώφλι του δικού του ποιήματος, υποδυόμενος τον γραφόμενο, τον ίδιο δηλαδή τον πρωτοπρόσωπο μάστορα των στίχων, ο ποιητής αναζητεί ρίζες εαυτού.
Η κατάθεση
Αυτοβιογραφική, διεξοδική, επαρκώς διαρθρωμένη φρονώ ότι είναι η παρούσα κατάθεση ενός από τους αντιπροσωπευτικότερους, συνεπέστερους και ακριβολόγους ποιητές, οι οποίοι εμφανίστηκαν στις αρχές της δεκαετίας του 1970. Είναι αφιερωμένη στη μνήμη ενός ποιητή, κριτικού της λογοτεχνίας και μεταφραστή της ίδιας γενιάς, του Στέφανου Μπεκατώρου (1946-2006). Μάλιστα, όπως διευκρινίζει, προλογίζοντας ο Γιάννης Πατίλης, «αποτελεί το περιεχόμενο ομιλίας που δόθηκε στο εαρινό Colloquium Νεοελληνικής Φιλολογίας του Τμήματος Βυζαντινών και Νεοελληνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Κύπρου την Τρίτη, 22 Μαρτίου 2016, όπου προσκλήθηκα να μιλήσω για την ποίησή μου. Η αναφορά ενός ποιητή στο έργο του για ευνόητους λόγους συνιστά ταυτοχρόνως ευκαιρία και κίνδυνο. Αποδεχόμενος την ευκαιρία προσπάθησα όσο μπορούσα να μειώσω τον κίνδυνο επικεντρώνοντας τον λόγο μου στην έκθεση των προσωπικών βιωματικών ψυχοπνευματικών προϋποθέσεων της ποιητικής εργασίας μου (χρησιμοποιώντας ως παραδείγματα των προϋποθέσεων αυτών συγκεκριμένα ποιήματα), αφήνοντας την αξιολόγηση και ερμηνεία της εκεί που πραγματικά ανήκει: στη δικαιοδοσία του ακροατή και του αναγνώστη».
Τα συγκεκριμένα αίτια και αιτιατά τα οποία αφορούν το δόκιμο ποιητικό ιδίωμα του Γιάννη Πατίλη εκτίθενται εδώ με χαρακτηριστική οικονομία των εκφραστικών μέσων. Το δυναμικό εύρημα, η απερίσπαστη επεξεργασία του βιωματικού υλικού, η προβολή των ικανού και αναγκαίου συγκινησιακού υλικού και η πλήρης αξιοποίηση του στοιχείου της πρόσφορης μεταφοράς έχουν συμβάλει αποφασιστικά στην πλήρη εμπέδωση της ποιητικής αλήθειας. Η αισθητική πληρότητα των παρατιθέμενων στίχων ενός καθημαγμένου ανθρωπισμού πιστοποιεί άλλη μια φορά τη μακρόχρονη, την ευεργετική, από κάθε άποψη, άσκηση υφών. Με υποδειγματική ρηματική συνέπεια και εμφανή αυτοπεριορισμό του εξομολογούμενου εγώ, διερμηνεύεται η ανάγκη της ύπαρξης να ορίσει τα περί αυτής, χωρίς όμως να βιάσει ετερότητες. Οι τρεις ενότητες του υβριδικού αυτού δοκιμίου τιτλοφορούνται ως εξής: «Η πολιτική εμπειρία», «Η ερωτική εμπειρία» και «Η ποιητική εμπειρία». Ο δε υπότιτλος υπαινίσσεται βεβαίως τον Φύλακα ερειπίων, δηλαδή τον Αλέξη Τραϊανό (1944-1980), τον γνωστό αυτόχειρα ποιητή και ευθύβολο μεταφραστή, ο οποίος, από γραμματολογική άποψη, ανήκει επίσης στην εν λόγω γενιά.
Το ποίημα – αίμα
Η προσήλωση στην καίρια λέξη συνιστά τον πρωτεύοντα κανόνα της απαιτητικής σύνθεσης. Δεν περισσεύει, ούτε λείπει κάτι. Δηλωμένος εχθρός της κομπορρημοσύνης, των ναρκισσισμών και των αυτιστικών εμμονών, η γραφή διαθέτει το σθένος να δείχνει διαρκώς εκεί. Οπου δηλαδή πηγάζει ο σημαίνων κραδασμός τού είναι. Η δε ομολογία πίστης στην ύπαρξη ενός πεδίου καθαρά χρησμικού, φύσει και θέσει κρυπτικού ή και υπερφυσικού, είναι χαρακτηριστική. Συνοψίζει, μεταξύ άλλων, τις αρχές οι οποίες διέπουν, ως εκ των πραγμάτων, την αποτελεσματικότερη, την ειλικρινέστερη δηλαδή λειτουργία του πομποδέκτη στο ευρύτερο πεδίο της ποιητικής εξακτίνωσης. Την παραθέτω κατά λέξη, για τις ανάγκες της εποπτικής στιγμής: «Θα τονίσω, όμως, εμφατικά πως με κανέναν τρόπο δεν θεωρώ τον Εαυτό μου αυθεντικό διερμηνευτή των στίχων μου. Το λέω αυτό όχι από πρόθεση να κολακέψω τα αναφαίρετα δικαιώματα του αναγνώστη στην ερμηνεία ενός ποιήματος, όσο από βαθιά μου πεποίθηση πως το έργο τέχνης είναι αποτέλεσμα συνεργασίας του καλλιτέχνη με άλλες δυνάμεις που ξεπερνούν, συχνά κατά πολύ, την αυτεπίγνωση ή και τη βούλησή του». Ανοίγοντας ένα παράθυρο σε μιαν ενδεχόμενη κλίμακα άλλων εννοιολογικών αξιών και παραμέτρων, η γραφή προοικονομεί απώτερα τοπία ιδεών. Η διαρκής, πείσμων αυτοκριτική, η συνειδητή εστίαση στο κατ’ ανάγκην καίριο, η αναδίπλωση στις αφορμές της πρώτης, της πηγαίας εκείνης αίσθησης συναποτελούν τις συνισταμένες της κειμενικής στρατηγικής. Το δε άρτια επεξεργασμένο τελικό προϊόν αποτελεί σταθμό ενός διαρκώς ενδοσκοπούμενου βίου. Ιδιαίτερη σημασία αποδίδεται και στο εξ ορισμού ανείπωτο υλικό, στην γκρίζα ζώνη των εννοουμένων, πλην όμως μη δυναμένων να αποτυπωθούν μέσω συμβατών ή μη λεκτικών σχημάτων. Το ποίημα τότε αποτελεί την πανηγυρική διακήρυξη της ίδιας του της αδυναμίας, της ίδιας του της οριακής ατέλειας να αποτυπώσει με πληρότητα ή έστω με σχετική ευκρίνεια τις όποιες ουσίες πέραν των λέξεων. Το σύντριμμα, ο ερειπιών των συλλαβών, το σπάραγμα των ημιστιχίων, ο τύμβος εν ολίγοις της ίδιας της αρχικής έμπνευσης είναι εν τέλει το ποίημα – αίμα.
Επαινος στο θραύσμα
«Με την γυμνή ομορφιά του Ακατανόητου»
Αναφερόμενος στην αρχαία μας ποιήτρια Κόριννα και στα ελάχιστα, σχεδόν ακατάληπτα κατάλοιπά της, ο Γιάννης Πατίλης διαμορφώνει την ατομική του Ars Poetica. Εξαίρεται η προσπάθεια του εγώ να ορίσει το έξω – ποίημα. Η ποίηση τότε κερδίζει σε ένταση, όταν παραδίδεται στο άλεκτον. Ο, τι τονίζεται με έμφαση εδώ συνιστά έπαινο στο θραύσμα. Πρόκειται, κοντολογίς, για μιαν ιδιάζουσα μνημονική σπαραγμών. Ητοι: «Υπάρχει γιατί υπάρχει το κενό / το ποίημα και ο στίχος ο βαθύς / Μ’ ανάδοχο τον χρόνο / το ‘χει βαφτίσει η Μούσα σ’ άδεια κολυμβήθρα / Κι αν βγει γερό όσο γερνά Νέα / Ανοίγματα στη σάρκα του θα φέρνει / για να χωρά και τον καινούργιο αναγνώστη / Γιατί αυτός / της ποίησης είναι ο σκοπός ο τελικός / Να καταστρέφει πάντα το Γνωστό / για να ανθίζει το Καινούργιο και το Αγνωστο / Και κάθε τι το αυτονόητο να ντύνει / με την γυμνή ομορφιά του Ακατανόητου / Γι’ αυτό και πάντα ο στίχος ο πιο αυθεντικός / θα ‘ναι κι ο πιο βαθιά κατεστραμμένος». Τα εικαστικά κοσμήματα του βιβλίου φέρουν την υπογραφή της Ηρώς Νικοπούλου. Υποστηρίζουν επιτυχώς την καλαίσθητη εμφάνιση του δαχειριζομένου πολύσημου μηνύματος.
Γιάννης Πατίλης
Το σπασμένο είναι πιο ανθεκτικό
Στίχοι και σκέψεις για την ηλικία των ερειπίων
Εκδ. Gutenberg, 2016, σελ. 64,
Τιμή: 8 ευρώ