Το αρχαιότερο σωζόμενο θεατρικό έργο είναι ως γνωστόν οι «Πέρσες» του Αισχύλου. Παίχτηκε το 472 π.Χ., οκτώ χρόνια μετά τη Ναυμαχία της Σαλαμίνος, όπου ναυμάχος επί τριήρους ήταν και ο ίδιος ο ποιητής, ο οποίος βέβαια ήταν μαχητής και στη Μάχη του Μαραθώνος.
Αν επαναφέρω το θέμα σ’ αυτό το εμβληματικό κυρίως για τη Δημοκρατία κείμενο είναι διότι όταν και σήμερα ερμηνεύεται είτε στην εκπαίδευση διεθνώς είτε σε παραστάσεις σ’ όλη την υφήλιο θεωρείται πως αποτελεί μια αισθητική και ηθική παρακαταθήκη, ένα ευαγγέλιο αναφοράς στις ιδρυματικές αξίες της Δημοκρατίας.
Σημειώνω ότι περίπου 30 χρόνια από τη Ναυμαχία ο αθηναίος πολιτικός Κλεισθένης είχε θεμελιώσει με νόμους, θεσμούς και καθημερινή πρακτική στην Αθήνα την Αμεση Δημοκρατία, την πρώτη στην ιστορία της ανθρωπότητας ανάθεση της διακυβέρνησης μιας πολιτείας από τους «πολλούς», δηλαδή το σύνολο των ενεργών πολιτών (ανδρών προφανώς).
Αρα οι πολίτες που αποτέλεσαν τα πληρώματα των αθηναϊκών πλοίων στη νικηφόρα εκείνη εναντίον των βαρβάρων ναυμαχία είχαν ήδη θητεύσει μια ολόκληρη γενιά στους θεσμούς του δημοκρατικού πολιτεύματος.
Ο ιστορικός (ο πρώτος στην ιστορία του κόσμου) της εποχής αυτής, ο Ηρόδοτος, που εξιστόρησε την πορεία της πόλεως προς τη Νίκη, είναι αυτός που πρώτος όρισε με σαφήνεια τον χαρακτήρα της εθνικής συνείδησης μιας ομάδας ανθρώπων. Για τον ιστορικό λοιπόν αυτόν, το έθνος είναι μια ανθρώπινη ομάδα που χαρακτηρίζεται από το «όμαιμον», το «ομόθρησκον», το «ομόγλωσσον» και το «ομότροπον». Οταν η ανθρώπινη ομάδα έχει κοινή καταγωγή συγγένειας, κοινούς θεούς, την ίδια γλώσσα και τα ίδια ήθη και έθιμα είναι έθνος, δηλαδή οντότητα με ίδιους τρόπους επικοινωνίας, λατρείας, συνύπαρξης.
Το αντίθετο είναι ο βαρβαρισμός. Εδώ προσοχή: η αρχαία σημασία του όρου «βάρβαρος» δεν είναι «απολίτιστος» ή «βίαιος» ή «αντίπαλος». Βάρβαρος είναι αυτός που ομιλεί άλλη γλώσσα, ακατανόητη και έχει άλλα ήθη και άλλες λατρευτικές τελετές.
Οι Πέρσες π.χ. δεν ήταν ούτε απολίτιστος ούτε βίαιος λαός. Ο μέγας νομοθέτης Σόλων πριν οργανώσει στην Αθήνα το δικαιικό του σύστημα περιόδευσε και μελέτησε τους νόμους, τα ήθη και την οργάνωση σε κρατικές οντότητες και τους Αιγύπτιους και τους Βαβυλώνιους, τους Σουμέριους και κυρίως τους Πέρσες. Αλλά και ο Ηρόδοτος για να φτάσει να ερμηνεύσει τις Νίκες των Ελλήνων εναντίον των Περσών μελέτησε την οργάνωσή τους και το νομικό τους καθεστώς.
Ο Σόλων πρώτος και ο Κλεισθένης καθοριστικά, ο πρώτος προετοίμασε, ο δεύτερος υλοποίησε τη διαφορά ανάμεσα στις ανατολικές πολιτειακές οντότητες και τη Δημοκρατία. Σημειώνω εδώ το αυτονόητο (;) πως όταν μιλάμε στην Αρχαία Ελλάδα για Δημοκρατία αναφερόμαστε μόνο στην Αθήνα. Ούτε η Σπάρτη, ούτε η Κρήτη, ούτε τα Μέγαρα (για να πάω στην κοντινότερη πόλη των Αθηνών) είχαν δημοκρατική διακυβέρνηση. Αυτή τη διαφορά δραματοποιεί ο Αισχύλος στους «Πέρσες» του. Στον Μαραθώνα αλλά κυρίως στη Σαλαμίνα και στην Πλάταια αντιπαρατάχθηκαν δύο τελείως διαφορετικά συστήματα οργάνωσης της πολιτείας.
Αν λοιπόν ακόμη και σήμερα οι «Πέρσες» του Αισχύλου επιλέγονται διεθνώς να παρουσιάσουν, να ερμηνεύσουν και να διδάξουν με τρόπο υπέροχα αισθητικό αυτό το πολιτικό διώνυμο είναι γιατί έως τις μέρες μας παντού στην υφήλιο επαναλαμβάνεται η Ναυμαχία της Σαλαμίνος και δυστυχώς όχι πάντα με την επικράτηση των αθηναϊκών πολιτειακών ιδεωδών.
Ο Αισχύλος με το εύρημά του το δραματουργικό να μιλήσει για τη νίκη από τη μεριά των ηττημένων δεν το επιχείρησε για να ταπεινώσει έναν σημαντικό λαό αλλά για να φρονηματίσει τον δικό του Δήμο. Θέλησε να δείξει πώς ένας λαός εξαιτίας είτε της φυλετικής του αλαζονείας είτε της έπαρσης των ηγετών του μπορεί να οδηγηθεί στην καταστροφή και συχνά στην εξαφάνιση.
Το έγραψα κι άλλοτε εδώ: Κανείς Πέρσης δεν παρακολούθησε τους «Πέρσες» του Αισχύλου στην Αθήνα το 472 π.Χ. ώστε να φρονηματιστεί ή να ντραπεί ή να αναθεματίσει τον αλαζόνα Ξέρξη.
Στην Αθήνα και στους Αθηναίους απευθυνόταν ο μεγάλος ποιητής και τους προειδοποιούσε πως η ήττα, η καταστροφή, ο εξευτελισμός καιροφυλακτεί κάθε λαό που υπερβαίνει το μέτρο και «ψηλώνει ο νους του». Πέρασαν μόλις 70 χρόνια και η Αθήνα έπαιξε, όχι στο θέατρο, αλλά στην ίδια την πόλη την τραγική έξοδο με τους ίδιους θρήνους, την ίδια ταπείνωση των «Περσών», όταν ηττημένη με τη συνοδεία μουσικών οργάνων με τον βούρδουλα των νικητών Σπαρτιατών γκρέμιζε τα θεμιστόκλεια τείχη και γευόταν το πικρό ποτήρι της δουλείας.
Και όλα αυτά γιατί οι Αθηναίοι του 472 π.Χ. δεν άκουσαν τον ποιητή που τους έδειχνε με τρόπο σαφή και συγκεκριμένο πως ένας λαός που υπακούει ή γοητεύεται από πανούργους, υπερφίαλους ηγέτες οδεύει στον αφανισμό.
Εκτοτε το «Περσικό σύνδρομο» επαναλαμβάνεται σχεδόν αυτούσιο μέσα στην παγκόσμια ιστορική σκηνή.
Θυμίζω πως τους αισχυλικούς «Πέρσες» έπαιξαν στη Ζάκυνθο το 1571 έλληνες φοιτητές που σπούδαζαν στην Ιταλία κλασικά γράμματα και τους έπαιξαν σε ιταλική μετάφραση, όταν έφτασε στο νησί η καταστροφή του τουρκικού στόλου από την ισπανική αρμάδα στη Ναυμαχία του Λεπάντε (Ναύπακτος).
Ο Φώτος Πολίτης, σκηνοθέτης του Εθνικού το 1933 σκηνοθέτησε τους «Πέρσες» όταν στη Γερμανία ανέβηκε στην εξουσία ο Χίτλερ και ήδη στην Ιταλία αλώνιζε ο Μουσολίνι. Ο Ροντήρης ανέβασε τους «Πέρσες» το 1939 στο Εθνικό, όταν άρχιζε ο δεύτερος μεγάλος πόλεμος και ενώ διαλυόταν η Πολωνία και βομβαρδιζόταν το Λονδίνο. Ο Ροντήρης πάλι ανέβασε τους «Πέρσες» στο Εθνικό το 1946 μετά τα Δεκεμβριανά και ενώ ετοιμαζόταν στα υπόγεια ο Εμφύλιος.
Ο Ροντήρης πάντα με τους «Πέρσες» του Εθνικού γιόρτασε στη Ρόδο στις τελετές ενσωμάτωσης των Δωδεκανήσων την απελευθέρωση από τον ξένο ζυγό.
Είχα την τύχη να μετέχω στον Χορό των «Περσών» όταν πάντα ο Ροντήρης με το «Πειραϊκό Θέατρο» επί δημαρχίας Σαπουνάκη έπαιξε τους «Πέρσες» στη διαμορφωμένη σε αμφιθέατρο πλατεία της Καστέλλας και τη νύχτα οι θεατές βλέποντας την παράσταση το μάτι τους ακουμπούσε στη Σαλαμίνα!
Μ’ αυτήν την παράσταση ο Ροντήρης πρώτος καλλιτέχνης του δυτικού μπλοκ έπαιξε (παίξαμε) τους «Πέρσες» στη Γιουγκοσλαβία του Τίτο παρουσία του!
Ο Κουν με τους ανεπανάληπτους «Πέρσες» του πήγε την τραγωδία στην άγευστη τραγωδίας λόγω ρεαλισμού και Στανισλάβσκι Σοβιετική Ενωση.
Το Εθνικό πήγε με «Πέρσες» στην Κίνα και εκεί με δική του εκδοχή ευδοκίμησε ο Τερζόπουλος. Ο Ευαγγελάτος με Δαρείο τον Κατράκη και Ατοσσα τη Βαλάκου, αγγελιοφόρο τον Κανέλλη, Ξέρξη τον Φυσσούν και εκπληκτική μουσική του Χάλαρη έβαλε την προσωπική του σφραγίδα και ο Μινωτής Δαρείος με την Ελένη Χατζηαργύρη και μουσική του Θόδωρου Αντωνίου και με κοστούμια ανθολογίας του αείμνηστου Βασίλη Φωτόπουλου έκλεισε τον μαραθώνιο δρόμο του στην ερμηνεία αρχαίου δράματος.
Από την παράσταση που σκηνοθέτησε ο Λευτέρης Βογιατζής εγώ κρατώ τη χορογραφία του Δημήτρη Παπαϊωάννου και τη μουσική του Κουτεντάκη.
«Πέρσες» έπαιξαν φοιτητές της Σορβόνης στο ερειπωμένο μνημείο του θεάτρου της Επιδαύρου ήδη το 1936 και «Πέρσες» έπαιξαν αμερικανοί ηθοποιοί έξω από τον Λευκό Οίκο διαμαρτυρόμενοι για τη συνέχιση του πολέμου στο Βιετνάμ! «Πέρσες» μετέφρασε και σκηνοθέτησε ο νομπελίστας Σαγίνκα στη Νότια Αμερική συμπαραστεκόμενος στην αντίσταση του φυλακισμένου Μαντέλα. «Πέρσες» παίζονται κάθε βράδυ στους καταυλισμούς των προσφύγων από τη Συρία και των κυνηγημένων από τη Λιβύη.
Οι «Πέρσες» παίχτηκαν στα βουνά της Αλβανίας, «Πέρσες» και στον Γράμμο, στη Σμύρνη και στην Κορέα.
Στους καιρούς που ζούμε ας μην ξεχνάμε τον παιάνα της Ναυμαχίας: «Ιτε παίδες Ελλήνων ελευθερούτε πατρίδα, άνδρας, γυναίκας, τέκνα, θήκας τε προγόνων. Νυν υπέρ πάντων αγών».