Το 2005, η Τουρκία, λίγο διάστημα μετά την υπογραφή της συμφωνίας για την έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων με την Ευρωπαϊκή Ενωση, εγκαινίασε την έκθεση «Οι Τούρκοι» στη Βασιλική Ακαδημία Τεχνών του Λονδίνου. Ο πεντακοσίων σελίδων μεγάλου σχήματος κατάλογος της έκθεσης καλύπτει μια χιλιετία (600-1600) και περιλαμβάνει δείγματα της τέχνης των λαών και φυλών που από τη Μογγολία έφτασαν στη Μεσόγειο και οικοδόμησαν την Οθωμανική Αυτοκρατορία, η ακμή της οποίας ολοκληρώνεται από την Αλωση ώς τον Σουλεϊμάν τον Μεγαλοπρεπή (1494-1566). Η απόδοση των εκθεμάτων ήταν αβέβαιη («πιθανόν από το Ιράν», «πιθανόν από την Τουρκία», «αποδοσμένα σε»), η επιλογή τους όμως τόνιζε την ισλαμική θρησκευτική και κοσμική τέχνη και παράδοση δίχως αναφορά στο Βυζάντιο, που επηρέασε την τουρκική πολιτική και πολιτιστική επέκταση μέσα από τα εδάφη του κατά τον 7ο ώς τον 9ο αιώνα. Αυτό το κενό κάλυψε λεπτομερώς η έκθεση «Βυζάντιο και Ισλάμ» στο Μητροπολιτικό Μουσείο της Νέας Υόρκης το 2012. Νοοτροπίες, θέματα και τεχνοτροπίες που καλλιεργήθηκαν στο Σινά, σε περιοχές της Συρίας, μαθήματα ζωής από τους Στυλίτες, τους Κόπτες, τους ερημίτες και τους μοναχούς υπήρξαν μια ευδιάκριτη κληρονομιά, αναπόφευκτη για τα τουρκικά επιτεύγματα.
Στην έκθεση του 2005, το 40% των εκθεμάτων προερχόταν από τους θησαυρούς του Τοπ Καπί, του σουλτανικού ανακτόρου, προς υποστήριξη ότι το κέντρο της αυτοκρατορίας ήταν ταυτόχρονα ο ομφαλός της πολιτικής και κοινωνικής προβολής, φάρος και οδηγός της τέχνης και του πολιτισμού. Αυτή η συγκέντρωση σε έναν χώρο οφειλόταν στο γεγονός ότι, σε αντίθεση με δυναστείες και αντιμαχόμενες εξουσίες ανά τον κόσμο, η Οθωμανική Αυτοκρατορία υπήρξε υπόθεση μίας και μόνης οικογενειακής διαδοχής από πατέρα σε γιο. Και, όπως εξετάζει λεπτομερώς η Λέσλι Πιρς (1943), το κέντρο της δυναμικής και της μακροημέρευσης της αυτοκρατορίας δεν ήταν άλλο από το σουλτανικό χαρέμι στο σουλτανικό ανάκτορο. Η λέξη χαρέμι προέρχεται από την αραβική ρίζα χ-ρ-μ, η οποία ενέχει τη σημασία του απαγορευμένου και άνομου, αλλά και του ιερού και άβατου. Κατ’ επέκταση, η είσοδος στο χαρέμι δεν επιτρεπόταν ή ελεγχόταν. Ετσι, το χαρέμι, επιβάλλοντας περιορισμούς στα ενδιαιτήματα, και συγκεκριμένα στους άντρες, ανάλογα με τους βαθμούς συγγένειας με τις γυναίκες του σπιτιού, γεννά σεβασμό, υποδηλώνει θρησκευτική καθαρότητα και τιμή, εμπνέει την απαιτούμενη ευλάβεια. Η ιερότητα του αδύτου της εσωτερικής αυλής ενός τεμένους λεγόταν επίσης χαρέμι. Και ακόμα περισσότερο, η παρουσία του σουλτάνου ως «σκιάς του Θεού» στο χαρέμι του καθαγίαζε τον χώρο, ο οποίος, παρόλο που δεν ήταν καλά οχυρωμένος, δεχόταν σπανίως επιθέσεις, ακόμα και τον 17ο αιώνα, κατά τη διάρκεια του οποίου ξεκίνησαν βίαιοι εκθρονισμοί και δολοφονίες σουλτάνων.

Προσεκτικά διαστρωματωμένο
Το σουλτανικό χαρέμι έμοιαζε πολύ με το χαρέμι στους οίκους των κοινών ανθρώπων, με τη διαφορά ότι ήταν πιο εκτεταμένο και προσεκτικά διαστρωματωμένο. Για τις περισσότερο ή λιγότερο ευκατάστατες οικογένειες το χαρέμι εξυπηρετούσε την πεποίθηση περί σεξουαλικής ευπρέπειας, ότι δηλαδή οι άγαμες γυναίκες και άνδρες που μπορούσαν να συνάψουν νόμιμες ερωτικές σχέσεις έπρεπε να μένουν ξεχωριστά, υποδηλώνοντας ότι η σεξουαλικότητα δεν ήταν η βασική αρχή που ρύθμιζε τα του οίκου. Αν σκεφτούμε πως η οικογένεια κάλυπτε όλους τους βαθμούς συγγένειας, το χαρέμι ήταν ο τόπος όπου συγκατοικούσαν και συμβίωναν ο σύζυγος με τη σύζυγο ή τις συζύγους του (τέσσερις το πολύ), παλλακίδες (δίχως περιορισμό), σκλάβες, αγόρια και κορίτσια, άγαμες, διαζευγμένες, χήρες αδελφές του συζύγου, η χήρα μητέρα του, υπηρέτριες που εξυπηρετούσαν γυναίκες και άνδρες της οικογένειας. Αυτή η δομή διαμόρφωνε ένα εξαιρετικά σύνθετο πλέγμα σχέσεων με την κεφαλή του σπιτιού, πλέγμα που ενείχε το ερωτικό στοιχείο, γεγονός που διατάρασσε σε αρκετές περιπτώσεις τις ισορροπίες και έφερνε στο φως άνομες ή παράνομες πράξεις, αλλά και κουτσομπολιά, που με τη σειρά τους ενίσχυαν την μυθολογία του χαρεμιού ως κέντρου ακολασίας, εκδικήσεων, ατιμωτικής σκλαβιάς, ευνοιοκρατίας. Με αυτό τον τρόπο βεβηλωνόταν η ιερότητα του οίκου, καθώς το ιδιωτικό έχανε την αποκλειστικότητα του μυστικού: έβγαινε στον δημόσιο χώρο και αποτελούσε κοινό θέμα ή και θέαμα. Τέτοια αταξία δυσάρεστη και επιζήμια για την κοινωνία ήταν άκρως ανησυχητική όταν τα βλέμματα στρέφονταν στο σουλτανικό χαρέμι και στις εξουσίες των γυναικών του.
Την ενόχλησή του για τέτοια τροπή των πραγμάτων εξέφρασε ο Σουνουλάχ Εφέντης, θρησκευτικός ηγέτης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και υπέρτατος θεματοφύλακας του ιερού νόμου στηλιτεύοντας δημόσια το 1599 την εμπλοκή των γυναικών στη διακυβέρνηση και την ηγεμονική εξουσία ως φαινόμενο ανατρεπτικό της κοινωνικής ευταξίας. Είναι αλήθεια πως, κατά το δεύτερο μισό του 16ου αιώνα, ο αριθμός των μελών του σουλτανικού χαρεμιού και το κύρος του προσωπικού του είχαν αυξηθεί ραγδαία, αναμφίβολα λόγω της μόνιμης παρουσίας του σουλτάνου ανάμεσά τους, περιστοιχιζόμενου από έμπιστους και συνεργάτες.

Η βαλιδέ σουλτάνα
Περιηγητές και λόγιοι της Δύσης σημείωναν πως το σουλτανικό χαρέμι ήταν εξαιρετικά πολυάνθρωπο: από τα μέσα του 16ου αιώνα, όπου περιλάμβανε 150 γυναίκες, έναν αιώνα αργότερα, ο αριθμός τους έφτανε περίπου τις 400, πράγμα που αύξησε τον βαθμό πολυπλοκότητας της διοίκησης, διαχείρισης και λειτουργίας του. Αυτή η κατάσταση αντιμετωπίστηκε με πρόσθετο γραφειοκρατικό και υπηρετικό προσωπικό, με την επέκταση της διοικητικής ιεραρχίας (καθοριστική η συμβολή των ευνούχων), με ερμηνείες του ισλαμικού δικαίου ως προς τη λειτουργία, με υπολογισμούς μιας διαρκώς αναζητούμενης ισορροπίας που διαμόρφωνε κατ’ ανάγκην τους ρόλους των γυναικών. Το σουλτανικό χαρέμι μεταβλήθηκε σε σουλτανικό χαρέμι γυναικείας εξουσίας. Μια εξήγηση είναι πως η παρακμή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας υπήρξε μακρά και επώδυνη μετά τον Σουλεϊμάν τον Μεγαλοπρεπή ώς την κατάρρευσή της στις αρχές του 20ού αιώνα, έτσι που η εξουσία παρέμενε θεσμικά στα χέρια ανήμπορων και ανάξιων σουλτάνων, η δυναστική συνέχεια όμως εξασφαλιζόταν από εκείνη τη γυναίκα που έφερνε στον κόσμο τον διάδοχο του θρόνου, από τη βαλιδέ σουλτάνα, απόλυτη κυρίαρχο στο χαρέμι, μάτερ-φαμίλια της δυναστείας. Οι ιστορικοί προσδιορίζουν πως η εξουσία της βαλιδέ σουλτάνας ενισχύθηκε από το τέλος των τουρκικών εδαφικών κατακτήσεων (δεύτερη πολιορκία της Βιέννης, το 1683) και τη στροφή της αυτοκρατορίας στη συντήρηση των κεκτημένων μέσω «παζαρευμάτων» εντός της κοινωνικής πατριαρχίας, δηλαδή μέσω διαρκών ανταλλαγών προς διατήρηση της εσωτερικής ομαλότητας: ο πολεμιστής σουλτάνος είχε μεταβληθεί σε φύλακα του θρόνου του καθώς οι δάφνες των κατακτήσεων μαραίνονταν. Το χαρέμι της βαλιδέ σουλτάνας, ιδιοκτήτη κινητής και ακίνητης περιουσίας, εμφανιζόταν ως «αντ’ αυτού»: απλόχερες φιλανθρωπίες, μεγαλοπρεπή τεμένη, χαμάμ, δίκτυα ύδρευσης, οίκοι ευγηρίας, έργα επιφανέστερα εκείνων που έφερναν το όνομα σουλτάνων. Βαλιδέ σουλτάνες αγιοποιήθηκαν, παλλακίδες αναγνωρίστηκαν και τιμήθηκαν ως πολιτικές προσωπικότητες. Η μέριμνα για την παιδεία των γυναικών του χαρεμιού έδωσε εξαιρετικά δείγματα λογοτεχνίας και μουσικής και το χαρέμι έγινε κοιτίδα πολιτισμού ώς τα μέσα του 19ου αιώνα, τότε που το Ανατολικό Ζήτημα έλαβε μορφή. Παράδειγμα ο κατάλογος 184 «Γυναικών Μουσικοσυνθετών» (Kadιn Bestecileri), από τις οποίες 80 έδρασαν από το 1600 ώς το 1900, με τελευταία κορυφαία εκπρόσωπο τη Λεϊκά Σαζ Χανουμεφέντη (1850-1936), που συνέθεσε πατριωτικά εμβατήρια αλλά και αισθαντικά μουσικά έργα. Με άλλα λόγια, η αυτοκρατορία κατέρρευσε και το χαρέμι καθυστέρησε να ακολουθήσει τον ίδιο δρόμο.

Μακρά μελέτη
Ενα στολίδι γλώσσας και τεκμηρίωσης
Το βιβλίο της Λέσλι Πιρς, καθηγήτριας Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης, αποτέλεσμα μακράς μελέτης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας με έμφαση στις αρχές της νεωτερικής περιόδου, κυκλοφόρησε το 1993 και δεν έχει πάψει να αποτελεί έργο αναφοράς. Το υλικό που προσφέρει θα χρησίμευε για μια έκθεση «Οι Τούρκοι και το χαρέμι»: θα διέλυε τις «οριεντελιστικές» παρερμηνείες και παρεξηγήσεις, θα αποδείκνυε πόσο σημαντικός και σχεδόν πρωτοπόρος υπήρξε ο τουρκικός πολιτισμός του χαρεμιού, θα φώτιζε τις θρησκευτικές και κοσμικές επιρροές της βυζαντινής αυτοκρατορικής αυλής στη σουλτανική ηγεμονία, θα ύψωνε τις «ευνοούμενες» του χαρεμιού στο επίπεδο μιας Μαντάμ ντε Πομπαντούρ, θα υπογράμμιζε πως οι «διομολογήσεις», δηλαδή τα προνόμια των δυτικών δυνάμεων με κέντρο την Κωνσταντινούπολη μπόλιασαν την Τουρκία στη Δύση, θα εξερευνούσε με τη μεγαλύτερη δυνατή αντικειμενικότητα τις επαφές των ελληνικών κοινοτήτων και των Φαναριωτών με το χαρέμι. Εν αναμονή, το βιβλίο της Λέσλι Πιρς, στολίδι γλώσσας και τεκμηρίωσης, είναι ο απαραίτητος μπούσουλας για τον επαρκή αναγνώστη, για εκείνον που δεν παρασύρει ο άνεμος της πνευματικής ανευθυνότητας και απαιδευσίας.
Leslie P. Peirce
Το Σουλτανικό χαρέμι
Γυναίκες και εξουσία στην Οθωμανική Αυτοκρατορία
Μτφ. Αννα Πλατάκη
Εκδ. ΜΙΕΤ, 2018, σελ. 614
Τιμή: 37 ευρώ