Αν έχεις δει την Πάτι Σμιθ ζωντανά, έστω και σε πρόσφατη συναυλία της, εκείνοι οι χαρακτηρισμοί του στυλ «εμβληματική ιέρεια του πανκ» παραμένουν μεν γραφικοί, ωστόσο όλο και κάποια δόση αλήθειας αποδεικνύεται ότι έχουν καλύψει: τουλάχιστον σε εκείνη την εμφάνισή της στην Αθήνα δύο καλοκαίρια πριν, όταν το δισκογραφικό ντεμπούτο της «Horses» γιόρταζε παρατεταμένα τα σαραντάχρονά του, η τραγουδίστρια, μουσικός, ποιήτρια και ακτιβίστρια ήταν ικανή, με ένα της παράγγελμα και μόνο, να βάλει φωτιά στις καρδιές και στα κορμιά του εγχώριου κοινού. Θα περίμενε κανείς ότι η ζωή της είναι γεμάτη, αν όχι από πανκ – ροκ εξάρσεις, τότε από εκστατικές αναζητήσεις στις πιο σκοτεινές γωνιές της ανθρώπινης συνθήκης. Μπορεί και να ισχύει, μπορεί και όχι· πιο σίγουρο είναι, ειδικά έπειτα από μια ανάγνωση του αυτοβιογραφικού «M Train», ότι η Σμιθ, μεταξύ άλλων, συνιστά, ω του θαύματος, έναν «κανονικό άνθρωπο». Με τα κοινότοπα βάσανα της καθημερινότητας, με τη συνήθεια να παρακολουθεί βουλιμικά αστυνομικές σειρές («οι ποιητές του χθες είναι οι ντετέκτιβ του σήμερα» γράφει κάπου) και με αγαπημένο πρωινό, λίγο φρυγανισμένο μαύρο ψωμί, ένα μικρό πιάτο με ελαιόλαδο και ένα φλιτζάνι με σκέτο καφέ. Πολλά φλιτζάνια καφέ, για την ακρίβεια, καταναλωμένα στο αγαπημένο της στέκι ή στην άκρη του κόσμου.
Αν στο «Πάτι και Ρόμπερτ» (εκδ. Κέδρος), το προηγούμενο βιβλίο της, αφηγούνταν τα πρώτα της χρόνια στη Νέα Υόρκη της δεκαετίας του ’60 και του ’70, καθώς και τη φιλία της με τον Ρόμπερτ Μέιπλθορπ, σε μια ιστορία με πρωταγωνιστές δύο φιλόδοξους νεαρούς καλλιτέχνες που σύντομα θα εξέρχονταν από το υγρό και σκοτεινό σκηνικό της μητρόπολης που τους γαλούχησε, τότε το «Μ Train» είναι μάλλον μια ελεγειακή καταγραφή, περιπατητικού χαρακτήρα, των ανθρώπων, των τόπων, των στοχασμών ή και των ονείρων και των αναμνήσεων που κατόπιν διασταυρώθηκαν με τη Σμιθ. Πότε λυρική, πότε απεικονιστική και ενίοτε συνειρμική, η γλώσσα της, κινούμενη ελεύθερα ανάμεσα στο παρόν και στο παρελθόν, μεταξύ υποκειμενικά σημαντικών ή θεωρητικά ευτελών ζητημάτων, αφήνει μεν χώρο για την περιγραφή των συναισθημάτων της, αλλά δεν ολισθαίνει σε μελοδραματισμούς. «Χωρίς να το πάρω είδηση, γλιστράω σε μια ελαφριά αλλά επίμονη δυσφορία» γράφει κάπου η Σμιθ, περιγράφοντας μια επίσκεψή της στο καφέ Ino, στη διάρκεια της οποίας σχεδιάζει να ανοίξει ένα δικό της. «Δεν είναι κατάθλιψη, μοιάζει περισσότερο με σαγήνη της μελαγχολίας· τη στριφογυρίζω στο χέρι μου σαν να είναι ένας μικρός πλανήτης χαραγμένος από σκιές, ασύλληπτα γαλάζιος».
Στους τάφους των ηρώων της
Ενας άλλος πλανήτης, γαλάζιος κι εκείνος, τη βρίσκει σε ένα σωρό γωνιές του: στο Γκρίνουιτς Βίλατζ όπου κατοικεί, αλλά και σε μια μικρή πόλη της Γαλλικής Γουιάνας που επισκέφθηκε ώστε να συγκεντρώσει μερικές πέτρες από μια παλιά γαλλική σωφρονιστική αποικία και να τις δωρίσει στον Ζαν Ζενέ, ο οποίος την ανέφερε ως «καθαγιασμένο έδαφος» –τελικά τις απέθεσε στο Μαρόκο, στον τάφο του· σε αρκετούς τάφους ακόμα, όπως του Μπρεχτ, του Ρεμπώ, της Πλαθ, του Κουροσάβα, σε πόλεις σαν το Βερολίνο, το Λονδίνο, τη Σαρλεβίλ, το Τόκιο· στο σπίτι της Φρίντα Κάλο στο Μεξικό, όπου η Σμιθ, έχοντας μόλις αντικρίσει τις πατερίτσες και τα φάρμακα της ζωγράφου, ξάπλωσε στο κρεβάτι του Ντιέγο Ριβέρα· στο Ρέικιαβικ, όπου έφτασε ως μέλος της Λέσχης Ηπειρωτικής Μετακίνησης (η οποία έχει ορκιστεί αφοσίωση στον Αλφρεντ Βέγκενερ, σκαπανέα της θεωρίας της μετατόπισης των ηπείρων), αλλά και στο Μίσιγκαν, όπου έζησε για ένα διάστημα με τον μακαρίτη σύζυγό της Φρεντ «Σόνικ» Σμιθ. Ο θάνατός του, όπως κι εκείνος του αδελφού της Τοντ, έναν μήνα μετά, την είχαν παραλύσει. «Τελικά έφυγα από το Μίσιγκαν και επέστρεψα στη Νέα Υόρκη με τα παιδιά μας» γράφει για τα όσα ακολούθησαν. «Ενα απόγευμα, ενώ διέσχιζα τον δρόμο, πρόσεξα ότι έκλαιγα. Δεν μπορούσα όμως να εντοπίσω την πηγή των δακρύων μου. Ενιωσα μια θερμότητα που περιείχε τα χρώματα του φθινοπώρου. Η μαύρη πέτρα στην καρδιά μου παλλόταν αθόρυβα πυρώνοντας σαν κάρβουνο σε εστία. Ποιος είναι στην καρδιά μου; αναρωτήθηκα».
Ισως ήταν όλοι οι άνθρωποι που είχε χάσει, από τον Φρεντ, τον Τοντ και τη μητέρα της (την οποία ξαναθυμόταν χρόνια μετά τον θάνατό της, όταν ανακάλυψε τη φράση «δεν χρειαζόμαστε λέξεις» που είχε γράψει με τρεμάμενο χέρι στην προμετωπίδα ενός βιβλίου της κόρης της) μέχρι τον συγγραφέα Πολ Μπόουλς, με τον οποίο επίσης συναντήθηκε στην Ταγγέρη, λίγα χρόνια πριν από τον δικό του θάνατο. Ισως ήταν όλοι οι συγγραφείς που είχε αγαπήσει, γνωρίζοντας είτε τους ίδιους είτε τα έργα τους, από τα οποία βρίθει το «M Train»: το «Εκ του φυσικού» (εκδ. Αγρα) του Μαξ Ζέμπαλντ χαρακτηρίζεται με λόγια όπως «τι ναρκωτικό που είναι αυτό το μικρό βιβλίο», το «2666» (εκδ. Αγρα) του Ρομπέρτο Μπολάνιο «έμοιαζε να είναι στημένο ώστε να συνεχίζεται στο διηνεκές», «Το κουρδιστό πουλί» (εκδ. Ωκεανίδα) του Χαρούκι Μουρακάμι «κυριολεκτικά με διέλυσε», χώρια τίτλοι όπως «Πρίγκιψ και φτωχός», «Το γαλάζιο πουλί», «Το παιχνίδι με τις χάντρες», «Η Αλίκη μέσα από τον καθρέφτη» ή «Ο πρώτος άνθρωπος» που κάνουν το πέρασμά τους. Ολα τους μοιάζουν να λειτουργούν σαν φυλαχτά για την Πάτι Σμιθ, αν και όχι περισσότερο από αντικείμενα όπως ένα αγαπημένο χαχόλικο, αφοδράριστο παλτό που της είχε κάνει δώρο ένας ποιητής, μια φωτογραφική μηχανή που ξεχάστηκε σε μια παραλία ή εκείνη η αγαπημένη της καφετέρια που ετοιμάζεται να κλείσει.
«Παίζαμε συνεπαρμένοι»
Μέχρι κι ο Μπόμπι Φίσερ κάνει το πέρασμά του από το βιβλίο, στη μοναδική ίσως ιδανική για ροκ απομνημονεύματα σκηνή (όπου ο σκακιστής τραγουδάει ένα ρεφρέν των Four Seasons προκαλώντας την ανήσυχη επέμβαση του σωματοφύλακά του), μιας και κατά τα άλλα το «M Train» μοιάζει περισσότερο με μελαγχολικό αναστοχασμό του παρελθόντος ενός ανθρώπου δημιουργικού και ευαίσθητου. Εκείνη η «εμβληματική ιέρεια του πανκ» που λέγαμε, πλέον 71 χρονών και πλήρης απωλειών, ίσως άρχισε απλώς να διαμορφώνεται από την παιδική της ακόμα ηλικία, όταν γνώριζε τις πρώτες επιθυμίες και φόβους της ως ηγέτις μιας παιδικής παρέας, η οποία φλεγόταν με ένα παράγγελμά της και μόνο. «Ημασταν καλά παιδιά, αλλά η έμφυτη περιέργειά μας μας έκανε να μπλέκουμε σε καβγάδες» διηγείται κάπου. «Αν η μητέρα μου μάς έπιανε να γινόμαστε μαλλιά κουβάρια με κάποια αντίπαλη συμμορία ή να διασχίζουμε κάποιο απαγορευμένο πέρασμα, μας έβαζε όλους μαζί σε μια μικρή κρεβατοκάμαρα και μας προειδοποιούσε να μη βγάλουμε άχνα. Κάναμε ότι δεχόμασταν υπάκουα την ποινή μας, αλλά αμέσως μόλις έκλεινε η πόρτα ανασυντασσόμασταν σε απόλυτη σιωπή. Υπήρχαν δύο μικρά κρεβάτια και ένα φαρδύ δρύινο γραφείο με διπλά συρτάρια διακοσμημένα με σκαλιστά βαλανίδια και μεγάλα πόμολα. Καθόμασταν στη σειρά μπροστά στο γραφείο κι εγώ ψιθύριζα μια συνθηματική λέξη που καθόριζε την πορεία μας. Σοβαροί, γυρνούσαμε τα πόμολα μπαίνοντας στην τριπλή πύλη μας προς την περιπέτεια. Κρατούσα ψηλά το φανάρι και ανεβαίναμε βιαστικά στο πλοίο μας, στον αδιατάρακτο κόσμο μας, όπως μόνο τα παιδιά μπορούν να κάνουν. Σχεδιάζοντας νέες στιγμές δόξας, παίζαμε το παιχνίδι με τα πόμολα, αντιμετωπίζαμε νέους εχθρούς ή επισκεπτόμασταν ξανά φεγγαρόφωτα δάση που μας οδηγούσαν σε ιερούς τόπους με αστραφτερά σιντριβάνια και ερείπια από κάστρα που γνωρίζαμε καλά. Παίζαμε συνεπαρμένοι μέσα σε εκστατική σιωπή, μέχρι που η μητέρα μας μάς απάλλασσε από την τιμωρία μας και μας έστελνε για ύπνο».

Το «Μ Train» της Πάτι Σμιθ κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κέδρος σε μετάφραση του Αλέξη Καλοφωλιά