Δεν χρειαζόταν το παρακάτω κείμενο για να συνειδητοποιήσει κανείς την τρομακτική ευαισθησία του τραγουδοποιού Μανώλη Φάμελλου. Ταυτόχρονα όμως ήταν όσο τίποτε άλλο απαραίτητο για να αρχίσουμε να υποψιαζόμαστε ότι ο τόπος μας σε σχέση με το παρελθόν του δεν είναι μόνος και αβοήθητος στο έλεος των τυμβωρύχων, αλλά μία πλειάδα από γρηγορούσες ευαισθησίες γύρω μας «καιροφυλακτεί» ώστε με την πρώτη ευκαιρία σκάβοντας βαθιά μέσα στο παρελθόν αυτό να φέρνει στην επιφάνεια αληθινά διαμάντια.

Θα προσέξεις πως οι νεοφερμένοι Ρώσοι είναι πολλοί, αν ζεις εδώ, στη Γλυφάδα· οι περισσότεροι εύποροι και αγοράζουν διαμερίσματα με θέα· με νύφες κι αυτοκίνητα πολυτελείας κι ερωμένες και γκουβερνάντες και παιδιά στα ακριβά καταστήματα κι όπου αλλού τριγύρω η ζωή κυλά εύκολα με χρήμα πλαστικό. Εμείς κι αυτοί συνωστισμένοι μέσα στο παρόν και είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς πως υπήρξε κάποτε κι ένα παρελθόν εδώ… πως κάτω απ’ την άσφαλτο και τους κήπους των πολυκατοικιών κοιμάται ολόκληρος ο εικοστός αιών –τότε αρχίζει η σύγχρονη ιστορία του τόπου –με τα λουτρά και τις κατασκηνώσεις και τους αθηναίους παραθεριστές, τις ψαροταβέρνες κι έπειτα τα κοσμικά κέντρα μέχρι την εποχή της Βάσης της κόκα κόλα, τα αμέτρητα μπαρ, τις μακριές μεθυσμένες νύχτες, τα νέα εμπορικά έπειτα, μέχρι πρόσφατα, τα χρόνια του ’90, τότε που ο χρόνος έρεε άφθονος σε χρυσά ρολόγια και ωρίμαζε η νέα λαϊκή κουλτούρα προαστίων.

Και η ιστορία που θα πω είναι παλιά όπως κι αυτός, κύριος πια ηλικιωμένος, όμως περιπατητής επίμονος, ήταν εκείνο το παιδί που βλέπετε στο κέντρο της εικόνας να κοιτάζει τον φακό. Κι ο δρόμος που συχνά τον συναντώ, κάποτε εξοχικός, τώρα πλαισιωμένος εκατέρωθεν από προσόψεις πολυτελών οικοδόμων, στη μεριά της πόλης προς τους πρόποδες του όρους του Υμηττού, από την άγονη πλευρά όπου από νωρίς το καλοκαίρι μυρίζει νησί. Εδώ τοποθετείται και η ογδοντάχρονη και πλέον φωτογραφία της παρέας και φαντάζομαι θα ήταν Κυριακή στη σκιά ενός σύδεντρου που επιζεί μερικώς απ’ ό,τι βλέπω, στο ύψος της σημερινής Λεωφόρου Βουλιαγμένης. Κι όταν την κοιτάς, ακούς τα ίδια τζιτζίκια να τραγουδούν και το αυτοκίνητο της εποχής με ακόμα ζεστή τη λαμαρίνα: αφτομομπίλ ή μασίνα ονομαζόμενο στη ρωσική, αμερικανικής κατασκευής όμως, με την απαραίτητη ρεζέρβα.
Η οικογένεια τετραμελής –απόγονοι του ηρωικού ναυάρχου του ρωσικού πολεμικού ναυτικού Θεόδωρου Ουσακόφ, ελευθερωτή των Επτανήσων από τους Γάλλους κατά το σωτήριον έτος 1799 και σημερινού Αγίου της Ρωσικής Εκκλησίας –άνοιξε το πρώτο πηγάδι με πόσιμο νερό στην περιοχή (το διαθέσιμο ήταν μέχρι τότε γλυφό, εξού και η ονομασία Γλυφάδα) και η δεξαμενή παρέμεινε σημείο αναφοράς μέχρι τη δεκαετία του ’70, όταν τη θέση της πήρε εμπορικό κέντρο – συγκρότημα γραφείων.
Ο πατέρας (στο βάθος) αξιωματικός του τσαρικού πολεμικού ναυτικού και η μητέρα (στο κέντρο) δεσπόζουσα μορφή γεννημένη στο γύρισμα του αιώνα, από την εκεί ελληνική παροικία, ζευγάρι που έφερε στην Ελλάδα η θύελλα της Επανάστασης και του Εμφυλίου που ακολούθησε…
Κι έζησαν στην αρχή σε μια μονοκατοικία στο Παγκράτι, εκεί γεννήθηκε το ’28 κι εκεί τους βρήκε μια δεύτερη καταστροφή –οικονομική αυτή τη φορά –κι έκτοτε εγκαταστάθηκαν μόνιμα στο κτήμα στη Γλυφάδα. Ηταν πια δέκα χρόνων και ο πατέρας του αγόρασε ένα ποδήλατο μονοσκέλετο να τρέχει ανέμελος στις ερημιές, μέχρι που τους χτύπησε τρίτη φορά την πόρτα το κακό, τα Ες Ες δηλαδή… Τον Απρίλιο του ’44, έφοδος στο σπίτι κι ο πρωτότοκος γιος (δεύτερος από αριστερά) 17 ετών, 17 του μήνα, ημέρα των γενεθλίων του, ένοχος για συμμετοχή σε αντιστασιακή ομάδα γιατί, όπως μου λέει, έπιανε το χέρι του και σχεδίασε μια αφίσα της ΕΠΟΝ, κάπου ίσως να υπάρχει ακόμη κι αυτή… Οικογενειακώς λοιπόν και οι τέσσερις στο στρατόπεδο στο Χαϊδάρι για έναν μήνα κι έπειτα με τρένο στη Γερμανία ο πατέρας και οι δύο γιοι, στο στρατόπεδο του Neuengamme έξω από το Αμβούργο έφτασαν Ιούνιο πια, κι ο μεγάλος αδελφός από την πρώτη βδομάδα σε τάγμα εργασίας στις υψικαμίνους «με ένα κομμάτι ψωμί και όσο ζήσεις» λέει, νέα του δεν έμαθαν, δεν θα τον ξαναδούν ποτέ… Οι υπόλοιποι δύο, Ρώσοι που γίναν Ελληνες πια, επέζησαν δέκα μήνες σχεδόν μέχρι τα τέλη του Απριλίου του 1945 όταν το στρατόπεδο εκκενώθηκε και οι εναπομείναντες μεταφέρθηκαν σε τέσσερα εμπορικά πλοία… Η εντολή του ίδιου του Χίμλερ να βυθιστούν δεν πρόλαβε να εκτελεστεί. Στις 3 Μαΐου του 1945, την ημέρα που ο Χίτλερ αυτοκτονεί και οι σημαίες κυματίζουν μεσίστιες, βομβαρδίζουν τη νηοπομπή τρεις μοίρες της RAF πιστεύοντας πως πρόκειται για πλοία που μεταφέρουν άνδρες των Ες Ες στη Νορβηγία.
Το ένα βυθίζεται αύτανδρο, τα άλλα δύο τυλίγονται στις φλόγες· αρκετοί αιχμάλωτοι πηδάνε στη θάλασσα για να σωθούν, κι αλώβητο μονάχα θα μείνει το «Athen» με τους τελευταίους, ελάχιστους πια έλληνες κρατουμένους που αποβιβάζονται έπειτα από μέρες χωρίς τροφή και νερό και με τον φόβο της εκτέλεσης, όμως οι άνδρες του γερμανικού πολεμικού ναυτικού που τους συνοδεύουν είναι άοπλοι και τα τανκς που δίπλα τους περνούν είναι βρετανικά. Κι ας έχουν σωθεί και ας είναι ελεύθεροι, ο δρόμος της επιστροφής αργεί να ανοίξει ακόμα, τους μεταφέρουν σε στρατόπεδο ξανά, υπό βρετανική διοίκηση μέχρι το καλοκαίρι, για να φτάσουν στην Ελλάδα μέσω Ιταλίας, πατέρας και γιος αεροπορικώς ανήμερα τον Δεκαπενταύγουστο. Και από τους 1.050 που έφυγαν, επέστρεψαν μονάχα 85· κάποιοι δηλωμένοι αριστεροί ανάμεσά τους συλλαμβάνονται από το αεροδρόμιο και κατευθείαν στο νησί, αυτοί όμως επιστρέφουν στη Γλυφάδα και γραμμή με αγωνία στο σπίτι το πατρικό, όπου η μητέρα, ελεύθερη από τον Οκτώβριο με την αποχώρηση των Γερμανών, περίμενε ποιος ξέρει τι και αν… με τα λίγα υπάρχοντα που κατάφερε να σώσει από αδελφούς και ξένους…
Λέω να φύγω εδώ, μα κάτι ακόμη θέλει να μου πει: πως κι ας μην ήταν αυτοί βέβαια κομμουνισταί, λευκοί ήταν άλλωστε πιστοί του τσάρου, τραγουδά ακόμα και δακρύζει ένα παλιό εμβατήριο σχολικό, μάλλον ξεχασμένο πια· το λέγαν στο Χαϊδάρι το ’44 μια άνοιξη τόσο μακρινή και τον σκληρότερο Απρίλιο από όλους:
Τα ρόδα τα τριαντάφυλλα, της άνοιξης καμάρι
Τα λούλουδα, οι ζέφυροι, ο ήλιος το φεγγάρι
Χάνουν την ομορφάδα τους στην σκλαβωμένη γη
Εμπρός νεότης άλκιμος, πυρίτιδος νεότης,
Τον κάλαμόν σου σύντριψον και γίνε στρατιώτης
Ψάλε του Ρήγα τα άσματα, τραγούδια λευτεριάς