Είναι και οι δύο πρώην πρόεδροι του Συμβουλίου της Επικρατείας. Υπηρέτησαν τη Δικαιοσύνη για περισσότερα από 40 χρόνια αφήνοντας ο καθένας το δικό του στίγμα στο Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο της χώρας. Και οι δύο συνέπεσε χρονικά να βρίσκονται για διαφορετικούς λόγους στην επικαιρότητα αυτές τις ημέρες. Οι ιστορίες όμως και των δύο πρώην προέδρων του ΣτΕ Νίκου Σακελλαρίου και Παναγιώτη Πικραμμένου αποκαλύπτουν την άλλοτε φανερή και άλλοτε υφέρπουσα διαμάχη της εκτελεστικής με τη δικαστική εξουσία. Διαμάχη που εδώ και πολύ καιρό έχει γίνει αντιληπτή πέραν του νομικού και δικαστικού κόσμου και από τους απλούς πολίτες, καθώς πολύ συχνά η Δικαιοσύνη καλείται να βγάλει τα κάστανα από τη φωτιά και να χειριστεί σοβαρές υποθέσεις με εκτόπισμα οικονομικό και πολιτικό, αλλά και με μεγάλες επιπτώσεις κοινωνικές. Δεν είναι τυχαίο ότι ορισμένοι μιλούν για «εργαλειοποίηση» της Δικαιοσύνης που συμπίπτει μάλιστα με μια δύσκολη οικονομική περίοδο.
ΔΙΑΤΑΡΑΞΗ ΙΣΟΡΡΟΠΙΩΝ. Η πρόσφατη ηχηρή παραίτηση του Νίκου Σακελλαρίου από τη θέση του προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας, η οποία μονοπώλησε τη δικαστική και όχι μόνο επικαιρότητα την εβδομάδα που φεύγει, έθεσε για μία ακόμα φορά επί τάπητος το κομβικό ζήτημα των σχέσεων εκτελεστικής και δικαστικής εξουσίας.Το Σύνταγμα είναι αλήθεια ότι θεμελιώνει την αρχή διάκρισης των δύο εξουσιών. Στην πράξη όμως, πολλές φορές η συνταγματική γραμμή αυτή παραβιάζεται και τότε διαταράσσεται η μεταξύ τους ισορροπία.
Τελευταίο παράδειγμα είναι η παραίτηση του προέδρου του ΣτΕ μετά την παραβίαση του απορρήτου της διάσκεψης του Δικαστηρίου σχετικά με το νέο ασφαλιστικό σύστημα. Η τρισέλιδη δημόσια δήλωση που ανέγνωσε ο Σακελλαρίου, φανερά φορτισμένος, μπροστά στις τηλεοπτικές κάμερες, είχε περιεχόμενο πολιτικό με πολλά μηνύματα τόσο προς την εκτελεστική εξουσία όσο και προς τους συναδέλφους του .
Εξάλλου, ο Σακελλαρίου δεν ήταν η πρώτη φορά που έθετε επί τάπητος το μείζον θεσμικό ζήτημα των σχέσεων εκτελεστικής και δικαστικής εξουσίας. Πριν από λίγους μήνες από το βήμα της γενικής συνέλευσης της Ενωσης Δικαστών και Εισαγγελέων, με νωπή ακόμα την απόφαση του ΣτΕ για το πόθεν έσχες, είχε καταγγείλει την κυβέρνηση για ωμή παρέμβαση, ενώ και ανήμερα της επετείου για την αποκατάσταση της Δημοκρατίας στις 24 Ιουλίου 2017 είχε παρέμβει με σκοπό να βοηθήσει στον τερματισμό αντιπαράθεσης που είχε ξεσπάσει μεταξύ κυβέρνησης και Δικαιοσύνης.
ΔΡΙΜΥ ΚΑΤΗΓΟΡΩ. «Μετά την τελευταία τοποθέτησή μου ανήμερα της επετείου αποκατάστασης της Δημοκρατίας, ήλπιζα να είχε τερματιστεί η στείρα αντιπαράθεση Δικαιοσύνης – κυβέρνησης. Καταγγέλλω ωμή παρέμβαση στο έργο της Δικαιοσύνης. Υποδείξεις δεν δεχόμεθα από πουθενά. Οι δικαστικές αποφάσεις θέλει, δεν θέλει κανείς, πρέπει να γίνονται σεβαστές γιατί αυτό ορίζει το Σύνταγμα. Τη δημοκρατική νομιμοποίηση μάς την παρέχει το Σύνταγμα. Δεν θα κάνουμε υποχωρήσεις στην άσκηση των καθηκόντων μας» είχε πει χαρακτηριστικά ο Σακελλαρίου.
Ο δεύτερος ανώτατος δικαστικός λειτουργός Παναγιώτης Πικραμμένος, ο οποίος διατέλεσε και υπηρεσιακός πρωθυπουργός, είδε το όνομά του να συμπεριλαμβάνεται στη δικογραφία που διαβιβάστηκε από την τακτική Δικαιοσύνη στη Βουλή για την υπόθεση Novartis. Μια υπόθεση που πολλοί της προσδίδουν χαρακτηριστικά «σκευωρίας » και «επικοινωνιακής πολιτικής», ενώ άλλοι καταγγέλλουν ότι σε αυτή την περίπτωση υπήρξε παραβίασης της αρχής της διάκρισης των εξουσιών.
ΒΑΡΙΕΣ ΑΙΧΜΕΣ. «Από τη μελέτη της υποθέσεως και τη στοιχειώδη γνώση των αρχών του νομικού μας πολιτισμού, είναι πρόδηλο ότι αυτές οι μυθιστορηματικές κατηγορίες δεν συνιστούν βάσιμες ενδείξεις, αλλά ούτε και επαρκή στοιχεία για να αμφισβητείται η ηθική ακεραιότητα και να σπιλώνεται βάναυσα η προσωπικότητα ενός ανθρώπου που προσέφερε πάνω από σαράντα χρόνια στη Δικαιοσύνη. Χειρίστηκα, κυρίες και κύριοι, πολλές υποθέσεις μεγάλου ενδιαφέροντος. Πείτε μου: Εχει ακουστεί ποτέ οποιοσδήποτε υπαινιγμός εις βάρος μου; Ποτέ και από κανέναν», είχε πει από το βήμα της Βουλής ο Πικραμμένος για την υπόθεση Novartis αφήνοντας σαφείς αιχμές για τη βάση των δεδομένων και την πρώτη ύλη της δικογραφίας.
«Οταν ανώτατοι δικαστές αφήνουν ανοιχτό το παράθυρο ενδεχόμενων παρεμβάσεων στο έργο της Δικαιοσύνης, τότε τίθεται ζήτημα λειτουργίας του κράτους δικαίου» έλεγε δικαστική πηγή θέλοντας να καταδείξει πόσο επικίνδυνα είναι τέτοια φαινόμενα και διατυπώνοντας την αυτονόητη ανάγκη για την ανεξάρτητη λειτουργία της Δικαιοσύνης.