Το καλοκαίρι του 1916, μεσούντος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, ένα ελληνικό στρατιωτικό σώμα, το Δ’ Σώμα Στρατού, εγκαταλείπει αμαχητί την Καβάλα και παραδίδεται στους Γερμανούς. Οι περίπου 7.000 στρατιώτες και αξιωματικοί του –κάποιοι μαζί με τις γυναίκες τους –θα μεταφερθούν με βαγόνια στην πόλη Γκέρλιτς της Ανατολικής Γερμανίας, όπου θα ζήσουν ως «υπό περιορισμό φιλοξενούμενοι» για δυόμισι χρόνια.
Λόγω των εξελίξεων της εποχής σύντομα οι Ελληνες θα αντιμετωπιστούν εχθρικά από τους Γερμανούς, τα μελαχρινά παιδιά τους θα αποκαλούνται «μικρές σταφίδες», τα οξυμμένα πνεύματα θα εκφραστούν ακόμη και με επιθέσεις, μέχρι που στο τέλος του 1918 οι περισσότεροι έλληνες στρατιώτες θα φύγουν από τη Γερμανία ακόμη και με τα πόδια. Ενα πρωτοφανές περιστατικό, μια «οικειοθελής» αιχμαλωσία που συχνά αποσιωπήθηκε λόγω του παράδοξου χαρακτήρα της, είναι η ιστορία του Γκέρλιτς.
Εκατό χρόνια μετά το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, μια απόγονος στρατιώτη που έζησε αιχμάλωτος στο Γκέρλιτς, του Μιλτιάδη Χατζή από την Καρδίτσα, μιλά στα «ΝΕΑ» για την ιστορία του προγόνου της, όπως την ανακάλυψε, με αφορμή κάποιες μισοκατεστραμμένες φωτογραφίες που βρέθηκαν στο πατρικό της σπίτι. Τις έστελνε από το Γκέρλιτς ο θείος της και απεικονίζουν σκηνές εργασίας και διασκέδασης από την καθημερινή ζωή των στρατιωτών, όπως οι ασχολίες των αξιωματικών στην ελληνόφωνη εφημερίδα της πόλης ή βαρκάδες στον ποταμό Νάισε.
Πρώτη ηχογράφηση
Σε κάποιες οι στρατιώτες παρουσιάζονται να παίζουν κιθάρα, ακορντεόν και βιολί καθώς, σύμφωνα με τις σωζόμενες μαρτυρίες, στο Γκέρλιτς έγιναν σπάνιες ηχογραφήσεις μουσικών οργάνων και εκεί τον Ιούλιο του 1917 πραγματοποιήθηκε για πρώτη φορά παγκοσμίως η ηχογράφηση μπουζουκιού –με τραγουδιστή τον στρατιώτη Απόστολο Παπαδιαμάντη, ανιψιό του Αλέξανδρου. «Ο Μιλτιάδης Χατζής, του Απόστολου και της Αικατερίνης, γεννήθηκε στους Σοφάδες της Καρδίτσας το 1893. Υπηρέτησε ως υπολοχαγός και στη συνέχεια ως λοχαγός σε διάφορα μέτωπα της Ελλάδας ξεκινώντας από τα Τρίκαλα τον Μάιο του 1913 στο Ε’ Σύνταγμα, ένα σώμα άριστα εκπαιδευμένο, που είχε ως επικεφαλής τον νεαρό τότε υπαξιωματικό Πλαστήρα» διηγείται η Μαρία Νασιάκου Κατσαρού.
«Το σώμα αυτό πήρε μέρος στους Βαλκανικούς Πολέμους. Ο θείος μου συμμετείχε σε αιματηρές αλλά νικηφόρες μάχες στην Ελασσόνα, στα στενά του Σαρανταπόρου, στη μάχη των Γιαννιτσών, ακόμη και στη Βόρεια Ηπειρο. Το 1914, όταν ξέσπασε ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος, έλαβαν εντολή να μεταβούν στη Μακεδονία για να φυλάξουν τα δύο μεγάλα λιμάνια της, τη Θεσσαλονίκη και την Καβάλα. Και από εκεί, το 1916, με εντολή του βασιλιά Κωνσταντίνου, παραδόθηκαν στη Γερμανία χωρίς μάχη και μεταφέρθηκαν στο Γκέρλιτς ως αιχμάλωτοι» συνεχίζει.
Το ταξίδι έγινε μέσω Βουλγαρίας με δέκα τρένα και κράτησε δώδεκα ημέρες. «Κατά τη διάρκεια της αιχμαλωσίας τους οι έλληνες στρατιώτες απέκτησαν πλούσιες δραστηριότητες, εξέδωσαν εφημερίδα, τα “Ελληνικά Φύλλα”, στην οποία εργάστηκε και ο Μιλτιάδης Χατζής, έπαιζαν μουσική και για πρώτη φορά παγκοσμίως ηχογραφήθηκε ο ήχος του μπουζουκιού από έλληνες αιχμαλώτους του Γκέρλιτς» συμπληρώνει η Μαρία Νασιάκου Κατσαρού.
Η μικρή πόλη της Σαξονίας επρόκειτο να λάβει μια ιδιότυπη θέση στην ιστορία των ελληνογερμανικών σχέσεων. Η παράδοση του ελληνικού στρατιωτικού σώματος αντιμετωπίστηκε με αποτροπιασμό από τις συμμαχικές δυνάμεις, με ευχαρίστηση από τη γερμανική ηγεσία και με ενθουσιασμό από τους γερμανούς φιλέλληνες της εποχής. Η κάθε πλευρά θα προσπαθούσε να αξιοποιήσει το γεγονός προς όφελός της.
Ερευνες
Την περίοδο της παραμονής των Ελλήνων στο Γκέρλιτς καταφθάνουν εκεί ελληνομαθείς καθηγητές, διπλωμάτες, ακόμη και έμποροι. Κάποιοι το θεωρούν ευκαιρία να αναπτύξουν έρευνες σε σχέση με ελληνικά θέματα, καθώς υπήρχε τόσο κοντά τους μια μικρή «παροικία» διαθέσιμων Ελλήνων που θα μπορούσαν να συμβάλουν σε αυτές.
Ετσι ενώ η Ευρώπη φλέγεται στον «πόλεμο των χαρακωμάτων», στο Γκέρλιτς πραγματοποιούνται μελέτες, διατριβές, εργασίες σε διάφορους τομείς των νεοελληνικών σπουδών, ενώ εκατοντάδες Ελληνες διδάσκονται συγκροτημένα τη γερμανική γλώσσα από καθηγητές που φτάνουν στην πόλη με αυτόν τον σκοπό.
Ανάμεσά τους συγκαταλέγονται και κάποιοι που αργότερα θα διακριθούν –εκεί θα δείξει τα πρώτα δείγματα της ποιητικής του τέχνης ο Βασίλης Ρώτας, εκεί θα βρεθούν μεταξύ άλλων ο ποιητής και άνθρωπος του θεάτρου Λέων Κουκούλας, ο μετέπειτα δημοφιλής ηθοποιός Βασίλης Αργυρόπουλος, ο ζωγράφος και χαράκτης Παύλος Ροδοκανάκης και άλλοι. «Πάντοτε ψάχναμε τον θείο μου. Η μαμά μου που ήταν 16 χρόνια μικρότερη και τον είχε δει ελάχιστα, δεν έπαψε ποτέ να τον αναζητά. Ηθελε πάντα να πιστεύει ότι ήταν ζωντανός, ότι δεν σκοτώθηκε. Σύμφωνα με όσα ξέραμε, ο Μιλτιάδης Χατζής ήταν ανάμεσα σε εκείνους που πήγαν στο Γκέρλιτς το 1916 και επέστρεψε από εκεί. Μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, το 1918, πήγε στα Χανιά ως υπασπιστής του Βενιζέλου, ο οποίος στη συνέχεια τους έδωσε εντολή να πάνε στη Μικρά Ασία. Οπως φαίνεται από τα στοιχεία που βρήκαμε, μάλλον σκοτώθηκε στη Σμύρνη. Από εκεί χάνονται τα ίχνη του» προσθέτει η Νασιάκου.
«Οταν ήμουν μικρή και πήγαινα στο πατρικό της μαμάς μου, έβλεπα πολλές φωτογραφίες που τις έστελνε από το Γκέρλιτς και οι οποίες από πίσω είχαν πάντα σημειώσεις, είχα δει πάρα πολλές σκηνές με τον κάιζερ, την οικογένειά του, με γυναίκες από τη Γερμανία. Το 1954 έγινε στην Καρδίτσα ένας σεισμός καταστροφικός, δεν έμεινε τίποτα όρθιο και χάθηκαν σχεδόν τα πάντα. Μια ανιψιά μου, ψάχνοντας μέσα στα χαλάσματα του σπιτιού, βρήκε κάποιες φωτογραφίες σε πολύ κακή κατάσταση και τις διαφύλαξε» λέει η ίδια.
Η ιστορία
Από αυτές τις φωτογραφίες άρχισαν όλα. Το 2013 η Νασιάκου και η ανιψιά της ξεκίνησαν μια έρευνα που κράτησε περισσότερο από δυόμισι χρόνια και που τελικά θα κατάφερνε να ξετυλίξει το κουβάρι της ιστορίας. «Θέλαμε να μάθουμε τι απέγινε. Πήγα αρχικά στο ΓΕΣ, στην Υπηρεσία Ιστορίας Στρατού, στο υπουργείο Εθνικής Αμυνας, όμως εκεί κατάφερα να βρω λίγα στοιχεία. Μάλιστα, κάποιοι μου είπαν “ε, και τι θες, να τον βρούμε ύστερα από 100 χρόνια;”» λέει γελώντας η Μαρία Νασιάκου Κατσαρού.
«Το 2014, όταν ήταν η επέτειος για τα 100 χρόνια από την έναρξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, γινόταν στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο μια εκδήλωση. Πήγα τότε και τους έδειξα τις φωτογραφίες. Με βοήθησαν πολύ. Επίσης πολλά στοιχεία μού έδωσαν από το Πολεμικό Μουσείο, και συγκεκριμένα με βοήθησε ο διευθυντής, καθώς εκείνοι με τις γνώσεις τους και με τα τεχνικά τους μέσα μπορούσαν να δουν στις φωτογραφίες πράγματα που εγώ δεν ήξερα. Βρήκαμε πότε παρουσιάστηκε στον Στρατό, πού πολέμησε και παράλληλα ψάχνοντας την ιστορία του Πλαστήρα ακολουθήσαμε την πορεία του θείου μου. Δυστυχώς τα ίχνη του χάνονται το 1922. Κηρύχτηκε αγνοούμενος και έπειτα από χρόνια έσβησαν οι ελπίδες» συμπληρώνει η ίδια.
Οι φωτογραφίες που κρατά στα χέρια της με ευλάβεια σε ταξιδεύουν σε άλλες εποχές. Παρέες στρατιωτών ντυμένων με τις στολές τους, φωτογραφίες σε λίμνες, άνδρες με μουσικά όργανα, με την εφημερίδα στα χέρια.
«Δύο κόσμοι ξένοι μεταξύ τους και τόσο διαφορετικοί προσέγγιζαν για πρώτη φορά ο ένας τον άλλον υπό τις πλέον αντίξοες συνθήκες. Η παρουσία χιλιάδων νέων ανθρώπων σε μια πόλη των 90.000 κατοίκων γινόταν ιδιαίτερα αισθητή και της έδινε ασυνήθιστη ζωντάνια. (…) Το κέντρο της πόλης με τα στέκια των στρατιωτών και τις πάμπολλες ελληνικές επιγραφές παρουσίαζε όψη ελληνικής επαρχιακής πόλης. Ωστόσο, τα πράγματα πίσω από τη βιτρίνα δεν ήταν καθόλου ειδυλλιακά» γράφει ο Γεράσιμος Αλεξάτος, συγγραφέας του βιβλίου «Οι Ελληνες του Γκέρλιτς 1916-1919». «Ο ασυνήθιστα βαρύς χειμώνας σε συνδυασμό με τη μονόπλευρη, ελλιπέστατη και ασυμβίβαστη με ελληνικές γεύσεις διατροφή προκάλεσαν ανεπανόρθωτες βλάβες στην υγεία τους. Μεγάλη ήταν εξάλλου η δυσαρέσκεια του τοπικού πληθυσμού, που έβλεπε με ανησυχία τους αξιωματικούς οι οποίοι με τους μισθούς που εξακολουθούσαν να εισπράττουν άδειαζαν τα καταστήματα από το λιγοστό εμπόρευμα, ανεβάζοντας τις τιμές στα ύψη. Αλλά και το βραδινό “σουλατσάρισμα” στους δρόμους, πριν από τις αθρόες αποστολές εργασίας, δεν δημιουργούσε πάντα φιλικά συναισθήματα.
Το γεγονός, όμως, που δημιούργησε τις μεγαλύτερες αντιζηλίες ήταν η εντυπωσιακή επιτυχία των Ελλήνων στον γυναικείο πληθυσμό. Σε καιρούς λειψανδρίας, το αυξημένο ενδιαφέρον των γυναικών προς τους “εξωτικούς” τότε και ηλιοκαμένους νέους του Νότου εκδηλωνόταν ποικιλοτρόπως. Το ζήτημα έλαβε ανεξέλεγκτες διαστάσεις» συνεχίζει.
Η κατάσταση οξύνθηκε και για λόγους πολιτικούς: όταν τον Νοέμβριο του 1918 ξεσπά στη Γερμανία η Επανάσταση των Σπαρτακιστών, οι έλληνες στρατιώτες ασπάζονται τις ανατρεπτικές ιδέες και συμμετέχουν μαζικά στην Επανάσταση. Ερχονται σε ρήξη με τους αξιωματικούς, καθαιρούν με τη βία τον διοικητή τους και εκλέγουν στρατιωτικά συμβούλια που θα μείνουν γνωστά ως «ελληνικά σοβιέτ του Γκέρλιτς». Αίτημά τους, η επιστροφή στην πατρίδα. Τώρα πλέον οι γερμανικές Αρχές έχουν ακόμη έναν λόγο να τους «ξεφορτωθούν». Οι Ελληνες θα φύγουν και κάποιες Γερμανίδες που τους είχαν ερωτευτεί θα τους ακολουθήσουν. Στο Γκέρλιτς θα μείνουν λίγοι. Θα έχουν, όμως, γράψει Ιστορία. Τόσο, που γερμανοί φιλέλληνες, δεκαετίες μετά, σε επισκέψεις τους στην Ελλάδα, θα ψάχνουν συχνά για «Γκερλιτσιώτες».